Anonymous

πόρος: Difference between revisions

From LSJ
8,325 bytes added ,  5 August 2017
6_14
(13_7_3)
(6_14)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0684.png Seite 684]] ὁ ([[πείρω]]), 1) der Weg durch einen Fluß, Durchgang, Furth; Ἀλφειοῖο, Il. 2, 592; ὅτε δὴ πόρον [[ἷξον]] ἐϋῤῥεῖος ποταμοῖο, 14, 433. 21, 1. 24, 692; so auch πόρους ἁλὸς ἐξερεείνων, die Uebergänge, Wege des Meeres, Od. 12, 259; π όρος Ὠκεανοῖο, Hes. Th. 292; Ἀλφεοῦ πόρῳ κλιθείς, Pind. Ol. 1, 92, vgl. 2, 13. 6, 28; auch für Meer selbst, πρὸς Ἰόνιον πόρον, N. 4, 53 (vgl. Strab. 8, 7, 2); u. allgemein Pfa d, ἑλίσσων βίου πόρον, I. 7, 15; Aesch. sagt auch αἰθέρα θ' ἁγνὰν πόρον οἰωνῶν, Prom. 281; vgl. ὁδοὺς ἀθύμους καὶ παρόρνιθας πόρους τιθέντες, Eum. 740; bes. aber auch Meerespfad, Furth, [[κυματίας]], Suppl. 541, [[ἁλμήεις]], 824, ἁλίῤῥοθοι, Pers. 359, u. oft; u. vom Fluß, πόρον δ' Ἰσμηνὸν οὐκ ἐᾷ περᾷν, Spt. 360; πόρου οὐ διαβὰς Ἅλυος ποταμοῖο, Pers. 848; πόροι ἁλίῤῥοθοι, Soph. Ai. 407; Διρκαῖος [[πόρος]], Eur. Phoen. 737, u. öfter; der Uebergang, die Brücke, Her. 4, 136. 140. 7, 10, 3. 8, 111; übh. der zum Uebergang geeignete Ort, 8, 115; Thuc. 7, 78; die Meerstraße, 1, 120; übh. Gang, Plat. Epin. 982 b u. Sp.; ἡ παρακομιδὴ διὰ τοῦ πότου, Pol. 3, 43, 3; διάραντες τὸν πόρον, 1, 37, 1, u. öfter. – 2) Ausgang, Oeffnung, Loch, bes. die Poren des menschlichen u. thierischen Leibes, Plat. Men. 76 c u. öfter u. Sp., bes. Medic. u. Plut.; vgl. τῶν ἐσθιόντων ἀνεκάθηραν τοὺς πόρους Anaxipp. bei Ath. IX, 404 (v. 16), u. Damoxen. ib. III, 102 (v. 29); – [[πόρος]] [[ἀκουστικός]], S. Emp. pyrrh. 1, 50. – Arist. nennt auch die Nervenfäden so u. die Fäden, woran sich manche Insektenlarven aufhängen. – 3) Uebertr., die Art u. Weise zu einem Ziele zu gelangen, Mittel u. Wege dazu, Ausweg, Hülfsmittel, δεινὸς γὰρ [[εὑρεῖν]] κἀξ ἀμηχάνων πόρους, Aesch. Prom. 59; οἵας τέχνας τε καὶ πόρους ἐμησάμην, 475; τῶν ἀδοκήτων πόρον εὗρε [[θεός]], Eur. Med. 1418; [[τίς]] ἄν πως [[πόρος]] κακῶν γένοιτο, Alc. 211; [[τίς]] [[πόρος]] ἔσται περὶ τούτου, Ar. Eccl. 653; so Her. 2, 2. 3, 156; πόρον τινὰ [[εὑρίσκω]] τοῦ ζητήματος, Plat. Theaet. 191 a; [[τίνα]] ἐπὶ τούτῳ πόρον καὶ λόγον ἀνευρίσκομεν, Legg. VI, 752 e; auch das Erwerben, ἀγαθῶν, Men. 78 e; ἔχοντες τοσούτους πόρους πρὸς τὸ ὑμῖν πολεμεῖν, Xen. An. 2, 5, 20, vgl. Cyr. 1, 6, 9; Dem. u. Folgde; περὶ πόρον γίγνεσθαι χρημἀτων, Pol. 17, 17, 2. Uebh. die Einkünfte, wie Xen. ein Buch περὶ πόρων geschrieben hat.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0684.png Seite 684]] ὁ ([[πείρω]]), 1) der Weg durch einen Fluß, Durchgang, Furth; Ἀλφειοῖο, Il. 2, 592; ὅτε δὴ πόρον [[ἷξον]] ἐϋῤῥεῖος ποταμοῖο, 14, 433. 21, 1. 24, 692; so auch πόρους ἁλὸς ἐξερεείνων, die Uebergänge, Wege des Meeres, Od. 12, 259; π όρος Ὠκεανοῖο, Hes. Th. 292; Ἀλφεοῦ πόρῳ κλιθείς, Pind. Ol. 1, 92, vgl. 2, 13. 6, 28; auch für Meer selbst, πρὸς Ἰόνιον πόρον, N. 4, 53 (vgl. Strab. 8, 7, 2); u. allgemein Pfa d, ἑλίσσων βίου πόρον, I. 7, 15; Aesch. sagt auch αἰθέρα θ' ἁγνὰν πόρον οἰωνῶν, Prom. 281; vgl. ὁδοὺς ἀθύμους καὶ παρόρνιθας πόρους τιθέντες, Eum. 740; bes. aber auch Meerespfad, Furth, [[κυματίας]], Suppl. 541, [[ἁλμήεις]], 824, ἁλίῤῥοθοι, Pers. 359, u. oft; u. vom Fluß, πόρον δ' Ἰσμηνὸν οὐκ ἐᾷ περᾷν, Spt. 360; πόρου οὐ διαβὰς Ἅλυος ποταμοῖο, Pers. 848; πόροι ἁλίῤῥοθοι, Soph. Ai. 407; Διρκαῖος [[πόρος]], Eur. Phoen. 737, u. öfter; der Uebergang, die Brücke, Her. 4, 136. 140. 7, 10, 3. 8, 111; übh. der zum Uebergang geeignete Ort, 8, 115; Thuc. 7, 78; die Meerstraße, 1, 120; übh. Gang, Plat. Epin. 982 b u. Sp.; ἡ παρακομιδὴ διὰ τοῦ πότου, Pol. 3, 43, 3; διάραντες τὸν πόρον, 1, 37, 1, u. öfter. – 2) Ausgang, Oeffnung, Loch, bes. die Poren des menschlichen u. thierischen Leibes, Plat. Men. 76 c u. öfter u. Sp., bes. Medic. u. Plut.; vgl. τῶν ἐσθιόντων ἀνεκάθηραν τοὺς πόρους Anaxipp. bei Ath. IX, 404 (v. 16), u. Damoxen. ib. III, 102 (v. 29); – [[πόρος]] [[ἀκουστικός]], S. Emp. pyrrh. 1, 50. – Arist. nennt auch die Nervenfäden so u. die Fäden, woran sich manche Insektenlarven aufhängen. – 3) Uebertr., die Art u. Weise zu einem Ziele zu gelangen, Mittel u. Wege dazu, Ausweg, Hülfsmittel, δεινὸς γὰρ [[εὑρεῖν]] κἀξ ἀμηχάνων πόρους, Aesch. Prom. 59; οἵας τέχνας τε καὶ πόρους ἐμησάμην, 475; τῶν ἀδοκήτων πόρον εὗρε [[θεός]], Eur. Med. 1418; [[τίς]] ἄν πως [[πόρος]] κακῶν γένοιτο, Alc. 211; [[τίς]] [[πόρος]] ἔσται περὶ τούτου, Ar. Eccl. 653; so Her. 2, 2. 3, 156; πόρον τινὰ [[εὑρίσκω]] τοῦ ζητήματος, Plat. Theaet. 191 a; [[τίνα]] ἐπὶ τούτῳ πόρον καὶ λόγον ἀνευρίσκομεν, Legg. VI, 752 e; auch das Erwerben, ἀγαθῶν, Men. 78 e; ἔχοντες τοσούτους πόρους πρὸς τὸ ὑμῖν πολεμεῖν, Xen. An. 2, 5, 20, vgl. Cyr. 1, 6, 9; Dem. u. Folgde; περὶ πόρον γίγνεσθαι χρημἀτων, Pol. 17, 17, 2. Uebh. die Einkünfte, wie Xen. ein Buch περὶ πόρων geschrieben hat.
}}
{{ls
|lstext='''πόρος''': ὁ, (ἴδε ἐν λ. [[περάω]]) [[μέσον]] πρὸς διάβασιν ποταμοῦ, «[[πέραμα]]», [[μέρος]] [[αὐτοῦ]] διαβατόν, Λατ. vadum, Θρύον Ἀλφειοῖο πόρον, [[ὅθεν]] δύναταί τις νὰ διαβῇ τὸν Ἀλφειόν, Ἰλ. Β. 592, πρβλ. Ὕμν. εἰς Ἀπόλλ. 423, Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 398· πόρον [[ἷξον]] Ξάνθου Ἰλ. Ξ. 433, Φ. 1· Ἀξιοῦ π. Αἰσχύλ. Πέρσ. 493· Πλούτωνος π., τὸ [[πέραμα]] τῆς Στυγός, ὁ αὐτ. ἐν Πρ. 806· [[μόγις]] [[εὗρον]] τὸν π. Ἡρόδ. 4. 140· ἀπικνέεται ἐς τὸν π. τῆς διαβάσιος, εἰς τὸν τόπον [[ἔνθα]] ἡ διάβασις, ὁ αὐτ. 8. 115· π. διαβῆναι Ἅλυος Αἰσχύλ. Πέρσ. 864, κτλ.· ― ἀκολούθως, 2) στενὸν [[μέρος]] τῆς θαλάσσης, [[πορθμός]], Λατ. fretum, διαβὰς πόρον Ὠκεανοῖο Θ. 292· παρ’ Ὠκεανοῦ… ἄσβεστον π. Αἰσχύλ. Πρ. 531, πρβλ. Ἡρόδ. 7. 183· οὕτω, π. Ἕλλης (Δωρ. Ἕλλας) = [[Ἑλλήσποντος]], Πινδ. Ἀποσπ. 197, πρβλ. Αἰσχύλ. Πέρσ. 875, Ἀριστοφ. Σφ. 308· [[Ἰόνιος]] π., τὸ Ἰόνιον [[πέλαγος]] [[ὅπερ]] [[εἶναι]] τὸ ἀπὸ Ἑλλάδος εἰς Ἰταλίαν [[πέραμα]], Πινδ. Ν. 4. 87· [[πέλαγος]] Αἰγαίου [[πόρος]] Εὐρ. Ἑλ. 130· Εὔξεινος, [[ἄξενος]] π. (πρβλ. [[πόντος]] ΙΙ), ὁ αὐτ. ἐν Ἀνδρ. 1262, Ι. Τ. 253· διαίρεσθαι τὸν π., δηλ. τὴν θάλασσαν τὴν μεταξὺ Σικελίας καὶ Ἀφρικῆς, Πολύβ. 1. 37, 1· ― ἐν πόρῳ, ἐν τόπῳ [[ὅθεν]] [[εἶναι]] ἡ διάβασις (τῶν πλοίων), Ἡρόδ. 7. 183, Θουκ. 1. 120., 6. 48· [[ἔνθα]] ἡ [[μάχη]] ἐγένετο, Ἡρόδ. 8. 76. 3) περίφρ., πόροι ἁλός, αἱ ὁδοί, τρίβοι τῆς θαλάσσης, ἡ [[θάλασσα]], Ὀδ. Μ. 259· πόντοιο πλατὺς π. Διον. Π. 131· ἐνάλιοι π. Αἰσχύλ. Πέρσ. 453· π. ἁλίρροθοι [[αὐτόθι]] 367, Σοφ. Αἴ. 412· πρβλ.· [[κέλευθος]]· ― καὶ [[συχν]]. ἐπὶ ποταμῶν, [[πόρος]] Ἀλφεοῦ, Σκαμάνδρου, δηλ. ὁ Ἀλφειός, ὁ [[Σκάμανδρος]], κτλ., Πινδ. Ο. 1. 148, Αἰσχύλ. Χο. 366· ῥυτοὶ πόροι ὁ αὐτ. ἐν Εὐμ. 452· ― μεταφορ., βίου π., τὸ [[ῥεῦμα]] τῆς ζωῆς, Πινδ. Ι. 8. (7). 30. 4) τεχνητὴ διάβασις ποταμοῦ, [[γέφυρα]], Ἡρόδ. 4. 136, 140., 7. 10· ― [[ὡσαύτως]], [[ὑδραγωγεῖον]], Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 913, πρβλ. 1073. 4. 5) [[καθόλου]], [[πέραμα]], ὁδός, Αἰσχύλ. Ἀγ. 910, Σοφ. Φιλ. 705, κτλ.· τὰ ἴχνη ἀγρίου θηρίου, ὁ [[τόπος]] [[ὅθεν]] συνήθως διέρχεται, Ξεν. Κύρ. 1. 6, 40· αἰθέρα θ’ ἁγνὸν πόρον οἰωνῶν, τὸ [[μέρος]] [[ὅθεν]] διέρχονται τὰ πτηνά, ἡ ὁδὸς αὐτῶν, Αἰσχύλ. Πρ. 281· ― μεταφορ., πραπίδων πόροι Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 93. 6) [[δίοδος]] διὰ μέσου τοῦ δέρματος, οἱ πόροι, αἱ σμικρόταται τοῦ δέρματος ὀπαί, δι’ ὧν διέρχονται ἀπορροαὶ κατὰ τὸν Ἐμπεδοκλέα, πόρους εἰς οὓς καὶ δι’ ὧν αἱ ἀπορροαὶ πορεύονται; Πλάτ. Μένων 76C, πρβλ. Τίμ. Λοκρ. 100Ε, Sturz εἰς Ἐμπεδ. σ. 341· [[οὕτως]] ἐπὶ τῶν σπόγγων, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 16, 8 κἑξ.· ἐπὶ φυτῶν, Θεοφρ. π. Ζ. Γεν. 1. 2, 4. β) ἐπὶ παντὸς ἀγωγοῦ ἢ ἀνοίγματος τοῦ σώματος, π. πρῶτος, ἐπὶ τῆς μήτρας, Ἱππ. παρὰ [[Πολυδ]]. Β΄, 222· πόροι σπερματικοί, θορικοὶ π. Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 1. 3, 2., 1. 14, 3· π. ὑστερικοί, αἱ ᾠοθῆκαι, [[αὐτόθι]] 2. 4, 18· τροφῆς π., ἐπὶ τοῦ οἰσοφάγου, π. Ζ. Μορ. 2. 3, 9, κ. ἀλλ.· ἐπὶ τοῦ ὀρθοῦ ἢ ἀπευθυσμένου ἐντέρου, π. Ζ. Γεν. 1. 13, 1, κ. ἀλλ.· ἐπὶ τοῦ ἀγωγοῦ τῶν οὔρων, [[αὐτόθι]] 4. 4, 48· ἐπὶ τῶν ἀρτηριῶν καὶ φλεβῶν, π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 1, 13, κτλ. γ) ἐπὶ τῶν ἀγωγῶν τῶν ἀγόντων ἐκ τῶν αἰσθητηρίων ὀργάνων εἰς τὸν ἐγκέφαλον, οἱ π. τοῦ ὄμματος Ἀριστ. π. Αἰσθήσ. 2, 17, πρβλ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 16, 6, π. Ζ. Μορ., 2. 10, 14· ὤτων, μυκτήρων π. Ζ. Γεν. 4. 6, 8, πρβλ. 2. 6, 32, κτλ.· ― ἴδε Bοnitz Ind. Arist. σ. 623. ΙΙ. [[μετὰ]] γεν. πράγμ., [[τρόπος]] ἢ μέσα πρὸς κατόρθωσιν, ἐκτέλεσιν, ἀνεύρεσιν, κτλ., οὐκ ἐδύνατο π. οὐδένα τούτου ἀνευρεῖν Ἡρόδ. 2. 2· οὐδεὶς π. ἐφαίνετο τῆς ἁλώσιος ὁ αὐτ. 3. 156· τῶν ἀδοκήτων π. εὗρε θεὸς Εὐρ. Μήδ. 1418· π. ὁδοῦ, [[μέσον]] πρὸς ἐκτέλεσιν τῆς πορείας, Ἀριστοφ. Εἰρ. 124· ἀλλ’ [[ὡσαύτως]], π. κακῶν, [[μέσον]] πρὸς ἀποτροπὴν τῶν κακῶν, [[τρόπος]] ἀπαλλαγῆς ἀπ’ αὐτῶν, Εὐρ. Ἄλκ. 213, πρβλ. 221· ― μετ’ ἀπαρ., [[πόρος]] εὐθαρσεῖν Ἀνδοκ. 21. 37· [[πόρος]] τις [[μηχανή]] τε... τίσασθαι Εὐρ. Μήδ. 260· ― [[μετὰ]] προθέσεων, π. ἀμφὶ ἢ [[περί]] τινος Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 806, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 653· π. πρὸς τὸ πολεμεῖν Ξεν. Ἀν. 2. 5, 20. 2) ἀπολ., ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[ἀπορία]], Πλάτ. Μένων 78D κἑξ.· ― [[ἐπινόημα]], [[τέχνασμα]], οἵας τέχνας τε καὶ πόρους ἐμησάμην Αἰσχύλ. Πρ. 477· δεινὸς γὰρ εὑρεῖν κἀξ ἀμηχάνων πόρον [[αὐτόθι]] 59, πρβλ. Ἀριστοφ. Ἱππ. 757· [[μέγας]] π. Αἰσχύλ. Πρ. 111· τίνα π. εὕρω [[πόθεν]]; Εὐρ. Ι. Α. 356. 3) ἐν Ἀθήναις, π. χρημάτων, [[τρόπος]] τοῦ πορίζεσθαι, εὑρίσκειν χρήματα, Ξεν. Ἀθην. 3. 2, Ἑλλ. 1. 6, 12, Δημ. 14. 19· ὁ π. τῶν χρ. [[αὐτόθι]] 48. 15, κτλ.· μηχανᾶσθαι προσόδου π. Ξεν. Κύρ. 1. 6, 10· καὶ ἐν τῷ πληθ., τὰ «μέσα», εἰσοδήματα, πρόσοδοι, πόροι χρημάτων Δημ. 328. 19· ἀπολ., πόρους πορίζειν Ὑπερειδ. [[ὑπὲρ]] Εὐξεν. 46, πρβλ. Ξεν. Κύρ. 1. 6, 9, Ἀριστ. Ρητ. 1. 4, 8, κτλ.· ὁ Ξεν. ἔγραψε πραγματείαν ἐπιγραφομένην πόροι ἢ περὶ προσόδων, de Vectigalibus. ΙΙΙ. [[πορεία]], ταξίδιον, μακρᾶς κελεύθου π. Αἰσχύλ. Θήβ. 546· παρόρνιθας π. τίθεσθαι Εὐμ. 770, Εὐρ. Ι. Τ. 116, κτλ. ἐν τῷ π. [[πλοῖον]] ἀνατρέψαι, κατὰ τὸν πλοῦν, Αἰσχίν. 76. 11. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «[[πόρος]]· ὁδός, [[τρίβος]]. ἢ τοῦ ποταμοῦ [[ῥεῦμα]]. οἱ δὲ τὴν διάβασιν [[αὐτοῦ]]· οἱ δὲ τὰς γεφύρας. καὶ [[ἀφορμή]]».
}}
}}