Anonymous

σύργαστρος: Difference between revisions

From LSJ
6_14
(13_4)
(6_14)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1039.png Seite 1039]] ὁ, u. συργάστωρ, ορος, ὁ, eigtl. συρόγαστρος, Schleppbauch, den Bauch auf dem Boden hinschleppend, dah. eine Schlange, Dosiad. ara 2 (XV, 26). – Uebertr., ein gemeiner Mensch, ein Tagelöhner, Alciphr. 3, 19. 63.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1039.png Seite 1039]] ὁ, u. συργάστωρ, ορος, ὁ, eigtl. συρόγαστρος, Schleppbauch, den Bauch auf dem Boden hinschleppend, dah. eine Schlange, Dosiad. ara 2 (XV, 26). – Uebertr., ein gemeiner Mensch, ein Tagelöhner, Alciphr. 3, 19. 63.
}}
{{ls
|lstext='''σύργαστρος''': ὁ, [[κυρίως]] συρόγαστρος, ὁ σύρων κατὰ γῆς τὴν γαστέραν, ἕρπων ἐπὶ τῆς κοιλίας ὡς [[σκώληξ]] ἢ [[ὄφις]], Ἀνθ. Π. 15. 26. ΙΙ. μεταφορ. [[κοινός]], [[βάναυσος]] [[ἄνθρωπος]], [[ἐργάτης]], [[χειρῶναξ]], [[χυδαῖος]], Ἀλκίφρων 3, 19, 63· οὕτω καὶ συργάστωρ, ορος, ὁ, ὁ αὐτ. 3. 63. ― Ἀμφότεραι αἱ λέξεις ἑρμηνεύονται διὰ τοῦ συοφορβὸς ἢ ὑοφορβὸς παρ’ Ἡσύχ., Φωτ., Ἐτυμολ. Μεγ. ἐν λέξ. [[ἑρπετόν]]· ― πιθαν. [[ἕνεκα]] τῆς ταπεινότητος τῆς ἀσχολίας.
}}
}}