3,273,446
edits
(13_6b) |
(6_15) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0294.png Seite 294]] όντος, ὁ, ion. [[ὀδών]] (dens, vgl. ἔδω), – 1) der<b class="b2"> Zahn</b>, von Menschen u. Thieren; θήγων λευκὸν ὀδόντα, vom Eber, Il. 11, 416; [[ἄραβος]] δὲ διὰ [[στόμα]] γίγνετ' ὀδόντων, 10, 375, wie [[πάταγος]] ὀδόντων 13, 283, Zähneklappern, u. [[καναχή]] 19, 365; Hes. (über [[ἕρκος]] ὀδόντων s. [[ἕρκος]]); ἀκμὰν δεινοτάτων ὀδόντων, Pind. N. 4, 64; in Prosa überall. – Uebertr., ὁ τῆς λύπης [[ὀδούς]], der Zahn der Trauer, Iac. Ach. Tat. p. 888. – 2) jede hervorragende, scharfe Spitze, Zacken, Zinken, an Kämmen u. anderen Werkzeugen, Nic. Th. 85, s. bes. die compp. – 3) der zweite Halswirbel, von dem daran befindlichen Fortsatze, Medic. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0294.png Seite 294]] όντος, ὁ, ion. [[ὀδών]] (dens, vgl. ἔδω), – 1) der<b class="b2"> Zahn</b>, von Menschen u. Thieren; θήγων λευκὸν ὀδόντα, vom Eber, Il. 11, 416; [[ἄραβος]] δὲ διὰ [[στόμα]] γίγνετ' ὀδόντων, 10, 375, wie [[πάταγος]] ὀδόντων 13, 283, Zähneklappern, u. [[καναχή]] 19, 365; Hes. (über [[ἕρκος]] ὀδόντων s. [[ἕρκος]]); ἀκμὰν δεινοτάτων ὀδόντων, Pind. N. 4, 64; in Prosa überall. – Uebertr., ὁ τῆς λύπης [[ὀδούς]], der Zahn der Trauer, Iac. Ach. Tat. p. 888. – 2) jede hervorragende, scharfe Spitze, Zacken, Zinken, an Kämmen u. anderen Werkzeugen, Nic. Th. 85, s. bes. die compp. – 3) der zweite Halswirbel, von dem daran befindlichen Fortsatze, Medic. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ὀδούς''': ὀδόντος, ὁ˙ παρὰ τοῖς Ἴωσι πεζογράφοις ὀδὼν Ἡρόδ. 6. 107 (δίς)˙ - «δόντι», Ὅμ., Ἡσ., κλ.˙ [[ἕρκος]] ὀδόντων, ἴδε ἐν λέξ. [[ἕρκος]]˙ πρίειν ὀδόντας, ἴδε ἐν λέξ. [[πρίω]]˙ - ὁ Ἀριστ. καλεῖ τοὺς προσθίους ὀδόντας ὀξεῖς (τομεῖς), τοὺς δὲ ὀπισθίους πλατεῖς (dentes molares, maxillaries), καὶ τοὺς μεταξὺ κυνόδοντας, π. Ζ. Μορ. 3. 1, 3, κ. ἀλλ.˙ οἱ ὀδόντες τῶν σαρκοβόρων ἢ ἁρπακτικῶν ζῴων καὶ ἰχθύων λέγονται καρχαρόδοντες, ἴδε ἐν λ. 2) μεταφορ., ὁ τῆς λύπης [[ὀδούς]], ἡ δάκνουσα [[λύπη]], Ἰακωψ. εἰς Ἀχιλλ. Τάτ. σ. 888. ΙΙ. πᾶν ὀξὺ «μυτερὸν» [[πρᾶγμα]], [[ὀβελός]], [[κέντρον]], κτλ., Νικ. Θηρ. 85˙ ὀδόντες, οἱ τοῦ πρίονος, Ἀριστ. Φυσ. 2. 9. 6˙ ὀδοὺς πέτρας, ἐξέχον αὐτῆς [[μέρος]] ἐν εἴδει ὀδόντος, Ἑβδ. (Ψαλμ.. ΟΖ΄, 30). ΙΙΙ. ὁ [[δεύτερος]] σπόνδυλος τοῦ τραχήλου κληθεὶς [[οὕτως]] ἐκ τοῦ σχήματος [[αὐτοῦ]], Ἱππ. παρὰ [[Πολυδ]]. Β΄, 131. (Πρὸς τὴν γενικ. ὀδόντος, πρβλ. Σανσκρ. dant-as, Λατ. dens, dent-is, Λιθ. dant-is, Κελτ. dant· danz· Γοτθ. tunth-us, Ἀρχ. Σκανδ. tönn, Ἀγγλο-Σαξον. tod, Ἀρχ. Γερμαν. zand (zahn)· ― [[καθόλου]] ἀναφέρεται εἰς τὴν √ΕΔ, ἔδω, μνημονεύεται δὲ ὑπὸ τῶν γραμματ. Αἰολικός τις [[τύπος]] ἔδοντες, ἴδε Ahr. D. Aeol. § 12. 5· ― ἀλλ’ ἡ [[παρατήρησις]] ὅτι τὸ ὀ- [[συχνάκις]] ἀπαντᾷ ὡς προθετικὸν [[γράμμα]] ἐν τῇ Ἑλληνικῇ καὶ ὅτι ἐλλείπει ἐκ πασῶν τῶν συγγενῶν γλωσσῶν, παρακινεῖ τὸν M. Müller καὶ ἄλλους νὰ ἀναφέρωσι τὴν λέξιν εἰς τὴν √ΔΑ, [[δαίω]], δαίνυμαι). | |||
}} | }} |