Anonymous

κατέδω: Difference between revisions

From LSJ
1,069 bytes added ,  5 August 2017
6_15
(13_5)
(6_15)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1394.png Seite 1394]] (s. ἔδω), ep. = [[κατεσθίω]]; μυίας, αἵ ῥά τε φῶτας κατέδουσιν Il. 19, 31; von Würmern, 24, 415; βίοτον, Hab u. Gut aufzehren, Od. 19, 159; κτῆσιν 534; οἶκον 2, 237; übertr. von den Traurigen, ὃν θυμὸν κατέδων, sein Herz in Gram verzehrend, Il. 6, 202. – Κατέδομαι ist fut. zu [[κατεσθίω]], w, m. s.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1394.png Seite 1394]] (s. ἔδω), ep. = [[κατεσθίω]]; μυίας, αἵ ῥά τε φῶτας κατέδουσιν Il. 19, 31; von Würmern, 24, 415; βίοτον, Hab u. Gut aufzehren, Od. 19, 159; κτῆσιν 534; οἶκον 2, 237; übertr. von den Traurigen, ὃν θυμὸν κατέδων, sein Herz in Gram verzehrend, Il. 6, 202. – Κατέδομαι ist fut. zu [[κατεσθίω]], w, m. s.
}}
{{ls
|lstext='''κατέδω''': Ὁμ. ἐνεστ. = [[κατεσθίω]], [[κατατρώγω]], [[καταβροχθίζω]], μυίας αἳ ῥά τε φῶτας ἀρηϊφάτους κατέδουσιν Ἰλ. Τ. 31˙ [[οὕτως]] ἐπὶ τῶν σκωλήκων, Ω. 415˙ μεταφορ., οἶκον, βίοτον, κτῆσιν κατέδειν, [[κατατρώγω]] οἶκον, περιουσίαν, ἐμπορεύματα, κτλ., Ὀδ. Β. 237., Τ. 159, 534˙ [[ὡσαύτως]], ὃν θυμόν κατέδων, κατατρώγων τὴν καρδίαν του ἐκ τῆς λύπης, θλίψεως, Ἰλ. Ζ. 202 (πρβλ. καταθυμοβορῶ)˙- Παθ., [[ὡσαύτως]], παρὰ μεταγεν. Ἀττ., ὑπὸ ὄφεως κατέδεσθαι Ἀριστ. Ἀποσπ. 140˙ ἡ [[ἄμπελος]] ὑπὸ τῶν κτηνῶν κατέδεται Θεοφρ. Αἰτ. Φ. 5. 17, 7. - Περὶ τοῦ μέλλ. κατέδομαι καὶ ἄλλων χρόνων, ἴδε ἐν λ. [[κατεσθίω]].
}}
}}