Anonymous

ἀσύνακτος: Difference between revisions

From LSJ
6_16
(c1)
(6_16)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0380.png Seite 380]] unzusammenhangend, unvereinbar, Epict. ench. 44.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0380.png Seite 380]] unzusammenhangend, unvereinbar, Epict. ench. 44.
}}
{{ls
|lstext='''ἀσύνακτος''': -ον, [[ἀσυμφυής]], [[ἀσύμπλεκτος]], [[ἀσυνάρτητος]], [[ἄλογος]], Φιλόδημ. ἐν Gomperz Herk. Stud. 1. 18· τῶν δὲ λόγων οἱ μὲν εἰσὶ συνακτικοί, οἱ δὲ ἀσύνακτοι· συνακτικοὶ μὲν [[ὅταν]] τὸ συνημμένον ... ὑγιὲς ᾖ ... ἀσύνακτοι δὲ οἱ μὴ [[οὕτως]] ἔχοντες Σέξτ. Ἐμπ. Π. 2. 137, Ἐπικτ. Ἐγχειρίδ. 44. ΙΙ. παρ’ Ἐκκλ. ἀποκεκλεισμένος ἀπὸ τῆς ἱερᾶς Συνάξεως, «[[ἐξώβλητος]]» καθ’ Ἡσύχ.· - «ὁ Θεόφιλος ἐποίησε τούτους ἀσυνάκτους καὶ ἀκοινωνήτους τριετῆ χρόνον» Βίος Ἐπιφαν. σ. 371C.
}}
}}