Anonymous

ἀνυστός: Difference between revisions

From LSJ
6_17
(13_4)
(6_17)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0267.png Seite 267]] vollendet, thunlich, ὡς ἀνυστόν, so viel als möglich, Xen. An. 1, 8, 11; Arr. 1, 4, 10; Plut. Lyc. 29 u. sonst; οὐκ ἔστ' ἀνυστόν σοι, du kannst es nicht durchsetzen, Eur. Heracl. 961.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0267.png Seite 267]] vollendet, thunlich, ὡς ἀνυστόν, so viel als möglich, Xen. An. 1, 8, 11; Arr. 1, 4, 10; Plut. Lyc. 29 u. sonst; οὐκ ἔστ' ἀνυστόν σοι, du kannst es nicht durchsetzen, Eur. Heracl. 961.
}}
{{ls
|lstext='''ἀνυστός''': -όν, ὁ δυνάμενος νὰ γείνῃ, κατορθωτός, οὐκ ἔστ’ ἀνυστὸν τόνδε σοι κατακτανεῖν, δὲν [[εἶναι]] ἐπιτετραμμένον, Εὐρ. [[Ἡρακλ]]. 961· τὶ γὰρ μερόπεσσιν ἀνυστὸν [[νόσφι]] θεῶν; τὶ δύνανται νὰ κάμωσιν οἱ θνητοὶ χωρὶς τὸ [[θέλημα]] τοῦ θεοῦ; Ὀππ. Ἁλ. 2. 4: - οὐδ., ὡς ἀνυστόν [ἐστι], κατὰ τὸ δυνατόν, κατὰ δύναμιν, ὡς ἀνυστὸν κάλλιστα Διογ. Ἀπολλ. Ἀποσπ. 4· ὡς ἀνυστὸν ἀνθρωπίνῃ γνώμῃ Ἱππ. 245. 51· σιγῇ ὡς ἀν., ὡς οἷόν τε ἐν σιγῇ, Ξεν. Ἀν. 1. 8, 11· ᾗ ἀν. μετριωτάτῳ ὁ αὐτ. Λακ. 1. 3· τὸ [[μετὰ]] τὸ ἄριστον... ἀνυστὸν Ἀριστ. Ἀποσπ. 40. 2) ἐπὶ προσώπων, [[ἱκανός]], ἕτοιμος, πρὸς λόγους Ἱππ. 22. 53.
}}
}}