Anonymous

ὑπέρωρος: Difference between revisions

From LSJ
6_18
(b)
(6_18)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1205.png Seite 1205]] überzeitig, überreif, Diosc., u. a. Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1205.png Seite 1205]] überzeitig, überreif, Diosc., u. a. Sp.
}}
{{ls
|lstext='''ὑπέρωρος''': -ον, ὁ ὑπερβὰς τὴν ὥραν, [[ἔξωρος]], κοιν. «περασμένος» πλέον ἢ [[ὥριμος]], «παραγενωμένος», περὶ σμύρνης, ἡ δέ τις καυκαλὶς λεγομένη, [[ὑπέρωρος]], μέλαινα, [[κάτοπτος]] Διοσκ. 1. 77· «καὶ πᾶν δὲ τὸ ὑπερεξηνθηκός, [[ὅπερ]] ἐκκεκαυληκὸς καλοῦσιν ὄρμενον ὠνόμαζον, καὶ τὸ ὑπέρωρον γενέσθαι ἐξορμενίσαι» [[Πολυδ]]. ϛʹ, 54.
}}
}}