Anonymous

ἰαύω: Difference between revisions

From LSJ
1,637 bytes added ,  5 August 2017
6_20
(13_6a)
(6_20)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1234.png Seite 1234]] (vgl. [[αὔω]]), <b class="b2">schlafen</b>; Ζηνὸς – ἐν ἀγκοίνῃσιν ἰαύεις Il. 14, 213; übh. die Racht zubringen, πολλὰς μὲν ἀΰπνους νύκτας ἴαυον Il. 9, 325; auch von Thieren, Od. 14, 16; ἐννυχίαν τέρψιν ἰαύειν Soph. Ai. 1183; vgl. ποῦ δῆθ' Ἕκτωρ τὸν ὑπασπίδιον κοῖτον ἰαύει; Eur. Rhes. 740; γεραιὸν πόδα δεμνίοις δύστανος ἰαύων Phoen. 1553, Schol. ἐγκοιμίζων, den altersmüden Fuß ruhend; sp. D.; auch τινός, = [[παύω]], Lycophr. 101.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1234.png Seite 1234]] (vgl. [[αὔω]]), <b class="b2">schlafen</b>; Ζηνὸς – ἐν ἀγκοίνῃσιν ἰαύεις Il. 14, 213; übh. die Racht zubringen, πολλὰς μὲν ἀΰπνους νύκτας ἴαυον Il. 9, 325; auch von Thieren, Od. 14, 16; ἐννυχίαν τέρψιν ἰαύειν Soph. Ai. 1183; vgl. ποῦ δῆθ' Ἕκτωρ τὸν ὑπασπίδιον κοῖτον ἰαύει; Eur. Rhes. 740; γεραιὸν πόδα δεμνίοις δύστανος ἰαύων Phoen. 1553, Schol. ἐγκοιμίζων, den altersmüden Fuß ruhend; sp. D.; auch τινός, = [[παύω]], Lycophr. 101.
}}
{{ls
|lstext='''ἰαύω''': ποιητ. [[ῥῆμα]], τὸ πλεῖστον ἐν χρήσει κατ’ ἐνεστ. καὶ παρατ. (παρὰ Τραγ. μόνον ἐν Λυρ. χωρίοις): μέλλ. ἰαύσω Λυκόφρ. 101, 430: ἀόρ. ἴαυσα, Ὀδ. (ἴδε ἐν τέλει). Κοιμῶμαι, [[διέρχομαι]] τὴν νύκτα, Ζηνὸς... ἐν ἀγκοίνησιν ἰαύεις, κοιμᾶσαι ἐν ἀγκάλαις τοῦ [[Διός]], Ἰλ. Ξ. 213· [[Διός]]... ἐν ἀγκοίνῃσιν ἰαῦσαι Ὀδ. Λ. 261· παρὰ μνηστῆρσιν Χ. 464· ἴαυον ἐν κλισίῳ Ω. 209· ἐπὶ νηυσὶν Ἰλ. Σ. 259· ἀΰπνους νύκτας ἰαύειν Ι. 325, Ὀδ. Τ. 340· ἐκτὸς ἰ., κοιμᾶσθαι ἔξω, Ξ 16· ἐπὶ κτηνῶν, [[ἔνθα]] δὲ πολλὰ μῆλ’… ἰαύεσκον Ι. 184, κτλ.: - [[μετὰ]] συστοίχ. αἰτ., οὔτ’ ἐννυχίαν τέρψιν ἰαύειν, [[οὔτε]] ν’ ἀπολαύσω τῆς τέρψεως νυκτερινοῦ ὕπνου, Σοφ. Αἴ. 1204· ὑπασπίδιον κοῖτον ἰαύειν, ἐπὶ στρατιώτου κοιμωμένου ὑπὸ τὴν ἀσπίδα, Εὐρ. Ρῆσ. 740. ΙΙ. μεταγεν., ὡς τὸ [[παύω]], Λυκόφρ. 101: - παρ’ Εὐρ. Φοιν. 1537, τὸ [[πόδα]] ἀνήκει εἰς τὸ ἀλαίνων οὐχὶ εἰς τὸ ἰαύων. (Ἐκ τοῦ αω (ὅ. ἐ. ἄϝω), [[μετὰ]] τοῦ ι ὡς ἀναδιπλ.· πρβλ. Ι ι 5).
}}
}}