Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

δινεύω: Difference between revisions

From LSJ
3,006 bytes added ,  5 August 2017
6_20
(13_6a)
(6_20)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0631.png Seite 631]] <b class="b2">drehen</b>, und intrans. = <b class="b2">sich drehen</b>. Homer: Iliad. 18, 543 ἀροτῆρες ζεύγεα δινεύοντες; Iliad. 18, 606 Odyss. 4, 19 ἐδίνευον κατὰ μέσσους, Tänzer, vgl. Apollon. Lex. Homer. p. 62, 15; Odyss. 19, 67 δινεύων κατὰ οἶκον, sich umhertreiben; Iliad. 4, 541 ὅς τις δινεύοι κατὰ μέσσον, sich bewegen, auf dem Schlachtfelde; Iliad. 24, 12 δινεύεσκ' ἀλύων παρὰ θῖν' ἁλός, unruhig umherwandeln; Iliad. 23, 875 τῇ ῥ' ὅ γε δινεύουσαν ὑπὸ πτέρυγος [[βάλε]] μέσσην, eine in der Luft kreisende Taube. – Eur. Phoen. 798; öfter sp. D., wie Ap. Rh. 1, 1184 Opp. H. 1, 376.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0631.png Seite 631]] <b class="b2">drehen</b>, und intrans. = <b class="b2">sich drehen</b>. Homer: Iliad. 18, 543 ἀροτῆρες ζεύγεα δινεύοντες; Iliad. 18, 606 Odyss. 4, 19 ἐδίνευον κατὰ μέσσους, Tänzer, vgl. Apollon. Lex. Homer. p. 62, 15; Odyss. 19, 67 δινεύων κατὰ οἶκον, sich umhertreiben; Iliad. 4, 541 ὅς τις δινεύοι κατὰ μέσσον, sich bewegen, auf dem Schlachtfelde; Iliad. 24, 12 δινεύεσκ' ἀλύων παρὰ θῖν' ἁλός, unruhig umherwandeln; Iliad. 23, 875 τῇ ῥ' ὅ γε δινεύουσαν ὑπὸ πτέρυγος [[βάλε]] μέσσην, eine in der Luft kreisende Taube. – Eur. Phoen. 798; öfter sp. D., wie Ap. Rh. 1, 1184 Opp. H. 1, 376.
}}
{{ls
|lstext='''δῑνεύω''': συνήθως κατ’ ἐνεστ. καὶ παρατ. (Ἰων. δινεύεσκον Ἰλ. Ω. 12), ἀλλὰ μετοχ. ἀορ. δινεύσας, Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 310· - [[ὡσαύτως]] δῑνέω, Αἰσχύλ. Θήβ. 462· παρατ. ἐδίνεον, Ἐπ. δίνεον Ἰλ. Σ. 494, Ὀδ. Ι. 384· ἀόρ. ἐδίνησα Ἰλ. Ψ. 840, Ἀττ. -Μέσ. (πρβλ. περιδ-). -Παθ., δινεύομαι Ἄρατ., Ὀππ.· ἀλλ’ ἀόρ. ἐδινήθην Ὀδ. Χ. 85, Εὐρ.· πρκμ. δεδίνημαι (ἀμφι-) Ἰλ. Ψ. 562. -Ποιητ. ῥήματα ἐν χρήσει [[ἅπαξ]] ἢ δὶς παρὰ Ξεν. καί Πλάτ. (πρβλ. [[δίνω]], [[δίνη]], [[δῖνος]]). Περιστρέφω, [[συστρέφω]], [[στροβιλίζω]], στρηφογυρίζω, ἧκε δὲ δινήσας [τόν σόλον], περιστρέψας [τόν δίσκον], Ἰλ. Ψ. 840· ζεύγεα δινεύοντες, στρέφοντες αὐτὰ κυκλοειδῶς, Σ. 543· μοχλὸν ἑλόντες δινέομεν, περιστρέφομεν τὸν μοχλὸν ἐντὸς τοῦ ὀφθαλμοῦ τοῦ Κύκλωπος, Ὀδ. Ι. 388· δινεῖν ἵππους, ἀσπίδα Αἰσχύλ. Θήβ. 462. 490· [[ὄμμα]] Εὐρ. Ὀρ. 1459. -Μέσ., περιστρέφομαι, συστρέφομαι, [[ὄσσε]]… [[πάντοτε]] δινείσθην Ἰλ. Ρ. 680, πρβλ. Π. 792· κάππεσε δινηθεὶς (ἰδνωθεὶς Hentze) Ὀδ. Χ. 85· ἐπὶ ποταμοῦ, Εὐρ. Ρήσ. 253· περιστρέφομαι κατὰ τὸν χορόν, ἐδινεῖτο Ξέν. Ἀν. 6. 1, 9, πρβλ. Συμπ. 2, 8· ἐπὶ κυβιστητῆρος, ἐπὶ τροχοῦ δινεῖσθαι Πλάτ. Εὐθυδ. 294Ε. 2) περιπλανῶμαι, περιφέρομαι, Λατ. versari, ἐδινεόμεσθα κατ’ αὐτὴν [νῆσον] Ὀδ. Ι. 153· βροτῶν ἐπὶ ἄστεα δινηθῆναι Π. 63, πρβλ. Πίνδ. Π. 11. 38. ΙΙ. ἀμετάβ. ἐν τῷ ἐνεργ. ἀκριβῶς ὡς τό μέσ., περιστρέφομαι, ὀρχηστῆρες ἐδίνεον Ἰλ. Σ. 494· ἐπὶ κυβιστητήρων, ἐδίνευον κατὰ μέσσους [[αὐτόθι]] 606· [[ὡσαύτως]] ἐπὶ πολεμιστοῦ, [[ὅστις]]… δινεύοι κατὰ μέσσον Δ. 541· δινεύουσαν ὑπὸ πτέρυγος [[βάλε]], ποιοῦσαν κύκλους ἐν τῇ πτήσει αὐτῆς, ἐπὶ περιστερᾶς, Ψ. 875· [[καθόλου]], περιφέρομαι, δινεύεσκ’ ἀλύων παρὰ θῖν’ ἁλὸς Ω. 12· δινεύων κατὰ οἶκον Ὀδ. Τ. 67· δινεύων βλεφάροις, βλέπων ἀγρίως [[πέριξ]], περιβλέπων, Εὐρ. Ὀρ. 837.
}}
}}