Anonymous

ῥεῖθρον: Difference between revisions

From LSJ
6_21
(13_6b)
(6_21)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0837.png Seite 837]] τό, att. zsgz. aus dem ion., auch bei Dichtern gew. [[ῥέεθρον]], das Fließende, der Fluß, daher im plur. die Fluthen; Hom. ποταμῶν, Il. 14, 245; ἐρατεινὰ ποταμοῖο, 21, 218; h. 18, 9 steht ῥεῖθρα; παρὰ [[ῥέεθρον]] Ἀλφεοῦ, Pind. Ol. 9, 18, sonst immer im plur., Ἀσωποῦ, Δίρκας, Εὐρώτα, N. 9, 9 I. 1, 29. 4, 33; Στρυμόνος, Aesch. Pers. 497; [[ῥεῖθρον]], Prom. 792; auch von Blut, Ag. 203; Soph. immer im plur., wie Eur., der El. 794 die gew. Form, sonst ῥέεθρα, hat, Xen. Cyn. 5, 15 u. Folgde; bes. von kleinen Flüssen u. Bächen, wie Pol. 3, 70, 1. 4, 41, 7. Auch das Flußbett, Her. 1, 186. 191. 2, 11. 7, 109. 130; Plut. Sull. 16.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0837.png Seite 837]] τό, att. zsgz. aus dem ion., auch bei Dichtern gew. [[ῥέεθρον]], das Fließende, der Fluß, daher im plur. die Fluthen; Hom. ποταμῶν, Il. 14, 245; ἐρατεινὰ ποταμοῖο, 21, 218; h. 18, 9 steht ῥεῖθρα; παρὰ [[ῥέεθρον]] Ἀλφεοῦ, Pind. Ol. 9, 18, sonst immer im plur., Ἀσωποῦ, Δίρκας, Εὐρώτα, N. 9, 9 I. 1, 29. 4, 33; Στρυμόνος, Aesch. Pers. 497; [[ῥεῖθρον]], Prom. 792; auch von Blut, Ag. 203; Soph. immer im plur., wie Eur., der El. 794 die gew. Form, sonst ῥέεθρα, hat, Xen. Cyn. 5, 15 u. Folgde; bes. von kleinen Flüssen u. Bächen, wie Pol. 3, 70, 1. 4, 41, 7. Auch das Flußbett, Her. 1, 186. 191. 2, 11. 7, 109. 130; Plut. Sull. 16.
}}
{{ls
|lstext='''ῥεῖθρον''': τό, Ἀττ. συνῃρ. ἐκ τοῦ Ἰων. καὶ Ἐπικ. [[ῥέεθρον]], [[ὅπερ]] παρὰ τοῖς Τραγ. κεῖται [[ἅπαξ]] ἐν διαλόγῳ, Αἰσχύλ. Πέρσ. 497, ἀλλ’ ἐν τοῖς λυρικοῖς [[συχνάκις]]: (ῥέω): ὡς καὶ νῦν, [[ῥεῦμα]], ποταμοῖο ῥεῖθρα, τὰ ῥεῖθρα τοῦ ποταμοῦ ..., Ἰλ. Ο. 245· ἐρατεινὰ ῥ. Φ. 218· Στυγὸς ὕδατος αἶπα ῥ. Θ. 369· ῥεῖθρα, πρῶτον ἐν Ὕμν. Ὁμ. 18. 9, ἀκολούθως παρὰ Τραγ.· ῥύακες αἵματος, Αἰσχύλ. Ἀγ. 210. - ἑνικ., ἐκτρέψας τοῦ ποταμοῦ τὸ [[ῥέεθρον]] … ἐς τὸ ὤρυσσε [[χωρίον]] Ἡρόδ. 1. 186, πρβλ. 75., 179· [[ῥέεθρον]] Ἀλφειοῦ Πινδ. Ο. 9. 29· [[ῥέεθρον]] ἁγνοῦ Στρυμόνος Αἰσχύλ. Πέρσ. 497· [[ὅταν]] περάσης [[ῥεῖθρον]] ὁ αὐτ. ἐν Πρ. 790· [[μάλιστα]] ἐπὶ ποταμίων καὶ ῥυακίων, Πολύβ. 3. 71, 4, κτλ. ΙΙ. ἡ [[κοίτη]] ποταμοῦ, ἄψορρον ... [[κῦμα]] [[κατέσσυτο]] καλὰ ῥέεθρα Ἰλ. Φ. 382· ποταμοῦ ῥ. ἀπεξηρασμένον Ἡρόδ. 7. 109· ποταμὸν ἐκτραπέσθαι ἐκ τῶν ἀρχαίων ῥ. ὁ αὐτ. 1. 75· παρατρέψας [τὸν ποταμὸν] δι’ ὧν νῦν ῥέει ῥεέθρων, δηλ. ἐκ τῶν ῥεέθρων δι· ὧν νῦν ῥέει, ὁ αὐτ. 7. 130, πρβλ. 127., 9. 51· - ἄν καὶ δὲν δύναταί τις εὐκόλως [[πάντοτε]] νὰ διακρίνῃ τὴν κοίτην τοῦ ποταμοῦ ἀπὸ τῶν ὑδάτων τῶν ῥεόντων ἐν τῇ κοίτῃ, ἴδε Ἡρόδ. 1. 191., 2. 11· πρβλ. [[ἀπολείπω]] IV. (Περὶ τῆς καταλήξ., πρβλ. [[πτολίεθρον]].)
}}
}}