3,274,816
edits
(6_19) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''φιλοπότης''': -ου, ὁ, ὁ ἀγαπῶν τὴν οἰνοποσίαν, φίλος τοῦ οἴνου, Λατ. vinolentus, Ἡρόδ. 2. 174, Ἱππ. π. Ἀέρ. 280, Ἀριστοφ. Σφ. 79, Εὔπολις ἐν «Πόλεσι» 10 (περὶ τοῦ Κίμωνος), Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 2, 5· πρβλ. [[φιλοπώτης]]. | |lstext='''φιλοπότης''': -ου, ὁ, ὁ ἀγαπῶν τὴν οἰνοποσίαν, φίλος τοῦ οἴνου, Λατ. vinolentus, Ἡρόδ. 2. 174, Ἱππ. π. Ἀέρ. 280, Ἀριστοφ. Σφ. 79, Εὔπολις ἐν «Πόλεσι» 10 (περὶ τοῦ Κίμωνος), Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 2, 5· πρβλ. [[φιλοπώτης]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (ὁ) :<br />qui aime à boire, grand buveur, ivrogne.<br />'''Étymologie:''' [[φίλος]], [[πίνω]]. | |||
}} | }} |