Anonymous

σαρκίδιον: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_22)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σαρκίδιον''': τό, ὑποκορ. τοῦ [[σάρξ]], [[μέρος]] μικρόν, [[τεμάχιον]] σαρκός, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 2. 7, 8, Ἀποσπ. 315.
|lstext='''σαρκίδιον''': τό, ὑποκορ. τοῦ [[σάρξ]], [[μέρος]] μικρόν, [[τεμάχιον]] σαρκός, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 2. 7, 8, Ἀποσπ. 315.
}}
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />petit morceau de chair <i>ou</i> de viande.<br />'''Étymologie:''' [[σάρξ]].
}}
}}