Anonymous

σπεῖρον: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_21)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σπεῖρον''': τό, [[τεμάχιον]] ὑφάσματος, Ὅμηρ. (μόνον ἐν τῇ Ὀδ.), [[εἴλυμα]] σπείρων, [[ὕφασμα]] περιτυλίσσον, Ζ. 179· κακὰ [[σπεῖρα]], ἐλεεινὰ ἐνδύματα, ἐπὶ ἐπαίτου, Δ. 245· αἴκεν ἄτερ σπείρου [[κῆται]], [[ἄνευ]] σαβάνου, Β. 102, Τ. 147, Ω. 137· [[σπεῖρον]] καὶ [[ἐπίκριον]], [[ἱστίον]] καὶ ἀντέννα, Ε. 318· πείσματα καὶ [[σπεῖρα]] [[[ἔνθα]] ἡ λήγουσα [[εἶναι]] μακρὰ ἐν ἄρσει], Ζ. 269· ἴδε Nitzsch εἰς Κ. 32· - παρὰ μεταγεν., [[ἔνδυμα]], [[φόρεμα]], νυμφιδίου σπείροιο καλύπτρη Εὔφορ. 48· πρβλ. [[σπειρίον]]. - Καθ’ Ἡσύχ. «τὸ καλὸν [[ἱμάτιον]] καὶ τὸ ῥακῶδες».
|lstext='''σπεῖρον''': τό, [[τεμάχιον]] ὑφάσματος, Ὅμηρ. (μόνον ἐν τῇ Ὀδ.), [[εἴλυμα]] σπείρων, [[ὕφασμα]] περιτυλίσσον, Ζ. 179· κακὰ [[σπεῖρα]], ἐλεεινὰ ἐνδύματα, ἐπὶ ἐπαίτου, Δ. 245· αἴκεν ἄτερ σπείρου [[κῆται]], [[ἄνευ]] σαβάνου, Β. 102, Τ. 147, Ω. 137· [[σπεῖρον]] καὶ [[ἐπίκριον]], [[ἱστίον]] καὶ ἀντέννα, Ε. 318· πείσματα καὶ [[σπεῖρα]] [[[ἔνθα]] ἡ λήγουσα [[εἶναι]] μακρὰ ἐν ἄρσει], Ζ. 269· ἴδε Nitzsch εἰς Κ. 32· - παρὰ μεταγεν., [[ἔνδυμα]], [[φόρεμα]], νυμφιδίου σπείροιο καλύπτρη Εὔφορ. 48· πρβλ. [[σπειρίον]]. - Καθ’ Ἡσύχ. «τὸ καλὸν [[ἱμάτιον]] καὶ τὸ ῥακῶδες».
}}
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />bande de toile pour envelopper, <i>d’où</i><br /><b>1</b> tissu, vêtement ; τὰ [[σπεῖρα]] haillons;<br /><b>2</b> linceul, suaire;<br /><b>3</b> voile de navire.<br />'''Étymologie:''' [[σπείρω]] ; cf. [[σπεῖρα]]¹.
}}
}}