3,254,072
edits
(6_7) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀβᾰρής''': ές (βάρος) = [[ἄνευ]] βάρους, Ἀριστ. Οὐρ. 1. 8, 16. Πλουτ. κτλ. σφυγμὸς ἀβ., ἐλαφρὸς [[σφυγμός]], Γαλην. ΙΙ. οὐχὶ ἐνοχλητικός, ἐπὶ ἀνθρώπων, ἀβαρῆ ἑαυτὸν τηρεῖν πρὸς Κορ. Βϳ, ιβϳ, 9. ἀβ. ἑαυτὸν παρέχειν Συλλ. Ἐπιγρ. 5361:15. ― ἐπιρρ. -ρῶς = ἐλαφρῶς, [[ἄνευ]] προσβολῆς, ἀνεπαχθῶς. Σιμπλίκ. | |lstext='''ἀβᾰρής''': ές (βάρος) = [[ἄνευ]] βάρους, Ἀριστ. Οὐρ. 1. 8, 16. Πλουτ. κτλ. σφυγμὸς ἀβ., ἐλαφρὸς [[σφυγμός]], Γαλην. ΙΙ. οὐχὶ ἐνοχλητικός, ἐπὶ ἀνθρώπων, ἀβαρῆ ἑαυτὸν τηρεῖν πρὸς Κορ. Βϳ, ιβϳ, 9. ἀβ. ἑαυτὸν παρέχειν Συλλ. Ἐπιγρ. 5361:15. ― ἐπιρρ. -ρῶς = ἐλαφρῶς, [[ἄνευ]] προσβολῆς, ἀνεπαχθῶς. Σιμπλίκ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ής, ές :<br /><b>1</b> non pesant, léger <i>litt.</i> sans poids;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> non désagréable, agréable ; qui ne pèse pas (financièrement).<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[βάρος]]. | |||
}} | }} |