Anonymous

ἐπιλάμπω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_2)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπιλάμπω''': [[λάμπω]] μετά τι, ἢ [[εὐθύς]] [[ἔπειτα]], [[ἠέλιος]] δ’ ἐπέλαμψε Ἰλ. P. 650· οὕτω καὶ ἐπὶ τῆς σελήνης, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 141, Πλουτ. Λύσ. 12, Φάβ. 6. Ἄρατος 21, Αἰμίλ. 17· ὥς σφι ἡμέρη ἐπέλαμψε Ἡρόδ. 8. 14, πρβλ. 3. 135· ἐπιλαμψάσης ἡμέρης, ὅτε ἔλαμψεν ἡ [[ἡμέρα]], ὁ αὐτ. 7. 13· [[οὕτως]], ἔαρος ἐπιλάμψαντος ὁ αὐτ. 8. 130. 2) [[λάμπω]] [[ἐπάνω]] εἴς τι [[μέρος]], ἐπὶ τόπου, ἀπολύτ., ὁ γὰρ [[ἥλιος]] πρὶν ἄνω ἀρθῆναι οὐκ ἐπιλάμπει Ἱππ. π. Ἀέρ. 283· ἐὰν δὲ νότιόν τε ᾖ καὶ [[ἥλιος]] ἐπιλάμπῃ Ξεν. Κυν. 8, 1· [[μετὰ]] δοτ., [[λάμπω]] ἐπί τινι, αἱ φλόγες ἄκροις ἐπιλάμπουσαι τοῖς κέρασι Πλουτ. Φάβ. 6· ὁ [[ἥλιος]] αὐτοῖς ἐπέλαμψε τῷ ἔργῳ ὁ αὐτ. ἐν Ἀράτῳ 22: - μεταφ., [[οὔριος]]... ἐπίλαμψον ἐμῷ ἔρωτι, Κύπρι Ἀνθ. Π. 5. 17· τοῖς ἀπελπίζουσιν ἐπ. Συλλ. Ἐπιγρ. 4717. 20 ΙΙ. μεταβ., οὐ Πηλέος ἀντιθέου μόχθοι νεότατ’ ἐπέλαμψαν μυρίοις; (κατὰ Δινδ. μυρίοι) Πινδ. Ἀποσπ. 158: - Παθ., ἀμφὶ δὲ καλὴ [[τετράφαλος]] φοίνικι λόφῳ ἐπελάμπετο [[πήληξ]] Ἀπολλ. Ρόδ. B. 920. 2) πληρῶ τι φωτός, [[φωτίζω]], [[ἦμος]] [[ἠέλιος]] δροσερὰς ἐπέλαμψε κολώνας [[αὐτόθι]] 164.
|lstext='''ἐπιλάμπω''': [[λάμπω]] μετά τι, ἢ [[εὐθύς]] [[ἔπειτα]], [[ἠέλιος]] δ’ ἐπέλαμψε Ἰλ. P. 650· οὕτω καὶ ἐπὶ τῆς σελήνης, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 141, Πλουτ. Λύσ. 12, Φάβ. 6. Ἄρατος 21, Αἰμίλ. 17· ὥς σφι ἡμέρη ἐπέλαμψε Ἡρόδ. 8. 14, πρβλ. 3. 135· ἐπιλαμψάσης ἡμέρης, ὅτε ἔλαμψεν ἡ [[ἡμέρα]], ὁ αὐτ. 7. 13· [[οὕτως]], ἔαρος ἐπιλάμψαντος ὁ αὐτ. 8. 130. 2) [[λάμπω]] [[ἐπάνω]] εἴς τι [[μέρος]], ἐπὶ τόπου, ἀπολύτ., ὁ γὰρ [[ἥλιος]] πρὶν ἄνω ἀρθῆναι οὐκ ἐπιλάμπει Ἱππ. π. Ἀέρ. 283· ἐὰν δὲ νότιόν τε ᾖ καὶ [[ἥλιος]] ἐπιλάμπῃ Ξεν. Κυν. 8, 1· [[μετὰ]] δοτ., [[λάμπω]] ἐπί τινι, αἱ φλόγες ἄκροις ἐπιλάμπουσαι τοῖς κέρασι Πλουτ. Φάβ. 6· ὁ [[ἥλιος]] αὐτοῖς ἐπέλαμψε τῷ ἔργῳ ὁ αὐτ. ἐν Ἀράτῳ 22: - μεταφ., [[οὔριος]]... ἐπίλαμψον ἐμῷ ἔρωτι, Κύπρι Ἀνθ. Π. 5. 17· τοῖς ἀπελπίζουσιν ἐπ. Συλλ. Ἐπιγρ. 4717. 20 ΙΙ. μεταβ., οὐ Πηλέος ἀντιθέου μόχθοι νεότατ’ ἐπέλαμψαν μυρίοις; (κατὰ Δινδ. μυρίοι) Πινδ. Ἀποσπ. 158: - Παθ., ἀμφὶ δὲ καλὴ [[τετράφαλος]] φοίνικι λόφῳ ἐπελάμπετο [[πήληξ]] Ἀπολλ. Ρόδ. B. 920. 2) πληρῶ τι φωτός, [[φωτίζω]], [[ἦμος]] [[ἠέλιος]] δροσερὰς ἐπέλαμψε κολώνας [[αὐτόθι]] 164.
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> briller sur;<br /><b>2</b> briller de nouveau.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[λάμπω]].
}}
}}