3,243,923
edits
(6_15) |
(Bailly1_1) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''διάβορος''': -ον, ([[βιβρώσκω]]) ὁ διαβιβρώσκων, κατατρώγων, [[νόσος]] Σοφ. Τρ. 1084. Φ. 7 (ἴδε [[καταστάζω]] Ι. 2). 2) παθητ., διαβρωθείς, καταφαγωθείς, καταναλωθείς, φθαρείς, ὁ αὐτ. Τρ. 676. Ἡ [[λέξις]] προπαροξύνεται καὶ ἐπὶ ἐνεργείας καὶ ἐπὶ πάθους. | |lstext='''διάβορος''': -ον, ([[βιβρώσκω]]) ὁ διαβιβρώσκων, κατατρώγων, [[νόσος]] Σοφ. Τρ. 1084. Φ. 7 (ἴδε [[καταστάζω]] Ι. 2). 2) παθητ., διαβρωθείς, καταφαγωθείς, καταναλωθείς, φθαρείς, ὁ αὐτ. Τρ. 676. Ἡ [[λέξις]] προπαροξύνεται καὶ ἐπὶ ἐνεργείας καὶ ἐπὶ πάθους. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />dévoré ; anéanti.<br />'''Étymologie:''' cf. [[διαβόρος]]. | |||
}} | }} |