Anonymous

ἀγαθοεργία: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_23)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀγαθοεργία''': Ἰων. -ίη, συνῃρ. -ουργία, ἡ, [[ἔργον]] καλόν, [[εὐεργεσία]]. Λατ. beneficium, Ἡρόδ. 3. 154, 160. ΙΙ. τὸ ποιεῖν καλὰ ἔργα, δηλ. ψυχοσωτήρια. Ἐκκλ.
|lstext='''ἀγαθοεργία''': Ἰων. -ίη, συνῃρ. -ουργία, ἡ, [[ἔργον]] καλόν, [[εὐεργεσία]]. Λατ. beneficium, Ἡρόδ. 3. 154, 160. ΙΙ. τὸ ποιεῖν καλὰ ἔργα, δηλ. ψυχοσωτήρια. Ἐκκλ.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />action de faire le bien <i>ou</i> du bien, bienfait.<br />'''Étymologie:''' [[ἀγαθοεργός]].
}}
}}