3,274,313
edits
(6_23) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀγαθοεργία''': Ἰων. -ίη, συνῃρ. -ουργία, ἡ, [[ἔργον]] καλόν, [[εὐεργεσία]]. Λατ. beneficium, Ἡρόδ. 3. 154, 160. ΙΙ. τὸ ποιεῖν καλὰ ἔργα, δηλ. ψυχοσωτήρια. Ἐκκλ. | |lstext='''ἀγαθοεργία''': Ἰων. -ίη, συνῃρ. -ουργία, ἡ, [[ἔργον]] καλόν, [[εὐεργεσία]]. Λατ. beneficium, Ἡρόδ. 3. 154, 160. ΙΙ. τὸ ποιεῖν καλὰ ἔργα, δηλ. ψυχοσωτήρια. Ἐκκλ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ας (ἡ) :<br />action de faire le bien <i>ou</i> du bien, bienfait.<br />'''Étymologie:''' [[ἀγαθοεργός]]. | |||
}} | }} |