Anonymous

καυτήριον: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_21)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''καυτήριον''': τό, [[σίδηρος]] καίων, καυτηριάζων, Λουκ. Ἁλ. 42 (κοινῶς καυστ-), Ἀπολ. 2· μεταφορ., καυτήρια ταῖς ψυχαῖς προσάγειν Διόδ. 20. 54· - [[ὡσαύτως]] καυτηρίδιον, Γαλην., Γλωσσ. ΙΙ. κεκαυμένον [[σημεῖον]], τὸ ἐγκαυθέν, στῖγμα, Στράβ. 5. 215.
|lstext='''καυτήριον''': τό, [[σίδηρος]] καίων, καυτηριάζων, Λουκ. Ἁλ. 42 (κοινῶς καυστ-), Ἀπολ. 2· μεταφορ., καυτήρια ταῖς ψυχαῖς προσάγειν Διόδ. 20. 54· - [[ὡσαύτως]] καυτηρίδιον, Γαλην., Γλωσσ. ΙΙ. κεκαυμένον [[σημεῖον]], τὸ ἐγκαυθέν, στῖγμα, Στράβ. 5. 215.
}}
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />fer rouge <i>ou</i> brûlant pour cautériser.<br />'''Étymologie:''' [[καίω]].
}}
}}