3,258,326
edits
(6_21) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''καυτήριον''': τό, [[σίδηρος]] καίων, καυτηριάζων, Λουκ. Ἁλ. 42 (κοινῶς καυστ-), Ἀπολ. 2· μεταφορ., καυτήρια ταῖς ψυχαῖς προσάγειν Διόδ. 20. 54· - [[ὡσαύτως]] καυτηρίδιον, Γαλην., Γλωσσ. ΙΙ. κεκαυμένον [[σημεῖον]], τὸ ἐγκαυθέν, στῖγμα, Στράβ. 5. 215. | |lstext='''καυτήριον''': τό, [[σίδηρος]] καίων, καυτηριάζων, Λουκ. Ἁλ. 42 (κοινῶς καυστ-), Ἀπολ. 2· μεταφορ., καυτήρια ταῖς ψυχαῖς προσάγειν Διόδ. 20. 54· - [[ὡσαύτως]] καυτηρίδιον, Γαλην., Γλωσσ. ΙΙ. κεκαυμένον [[σημεῖον]], τὸ ἐγκαυθέν, στῖγμα, Στράβ. 5. 215. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (τό) :<br />fer rouge <i>ou</i> brûlant pour cautériser.<br />'''Étymologie:''' [[καίω]]. | |||
}} | }} |