Anonymous

καταψεκάζω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_5)
(Bailly1_3)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''καταψεκάζω''': Ἀττ. καταψακ-, [[καταβρέχω]] μὲ ψεκάδας, μὲ λεπτὴν καὶ ἀραιὰν βροχήν, [[καταρραντίζω]], δρόσοι κατεψάκαζον Αἰσχύλ. Ἀγ. 561· κ. φαρμάκῳ Πλουτ. Ἀλέξ. 35· ῥημ. ἐπίθετ. -ψεκαστέον, Γεωπ. 5. 39.
|lstext='''καταψεκάζω''': Ἀττ. καταψακ-, [[καταβρέχω]] μὲ ψεκάδας, μὲ λεπτὴν καὶ ἀραιὰν βροχήν, [[καταρραντίζω]], δρόσοι κατεψάκαζον Αἰσχύλ. Ἀγ. 561· κ. φαρμάκῳ Πλουτ. Ἀλέξ. 35· ῥημ. ἐπίθετ. -ψεκαστέον, Γεωπ. 5. 39.
}}
{{bailly
|btext=arroser goutte à goutte.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], ψεκάζω.
}}
}}