3,270,629
edits
(6_5) |
(Bailly1_3) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''καταψεκάζω''': Ἀττ. καταψακ-, [[καταβρέχω]] μὲ ψεκάδας, μὲ λεπτὴν καὶ ἀραιὰν βροχήν, [[καταρραντίζω]], δρόσοι κατεψάκαζον Αἰσχύλ. Ἀγ. 561· κ. φαρμάκῳ Πλουτ. Ἀλέξ. 35· ῥημ. ἐπίθετ. -ψεκαστέον, Γεωπ. 5. 39. | |lstext='''καταψεκάζω''': Ἀττ. καταψακ-, [[καταβρέχω]] μὲ ψεκάδας, μὲ λεπτὴν καὶ ἀραιὰν βροχήν, [[καταρραντίζω]], δρόσοι κατεψάκαζον Αἰσχύλ. Ἀγ. 561· κ. φαρμάκῳ Πλουτ. Ἀλέξ. 35· ῥημ. ἐπίθετ. -ψεκαστέον, Γεωπ. 5. 39. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=arroser goutte à goutte.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], ψεκάζω. | |||
}} | }} |