Anonymous

δοτέος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_4)
(Bailly1_2)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''δοτέος''': -α, -ον, ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ [[δίδωμι]], ὃν πρέπει νὰ δώσῃ τις, Ἡρόδ. 8. 111. ΙΙ. δοτέον, πρέπει νὰ δώσῃ τις, [[αὐτόθι]] 88, Ἄλεξ. Φιλίσκ. 1, κτλ.
|lstext='''δοτέος''': -α, -ον, ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ [[δίδωμι]], ὃν πρέπει νὰ δώσῃ τις, Ἡρόδ. 8. 111. ΙΙ. δοτέον, πρέπει νὰ δώσῃ τις, [[αὐτόθι]] 88, Ἄλεξ. Φιλίσκ. 1, κτλ.
}}
{{bailly
|btext=α, ον :<br />qu’il faut donner.<br />'''Étymologie:''' adj. verb. de [[δίδωμι]].
}}
}}