3,277,226
edits
(6_6) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἑκών''': ἑκοῦσα, ἑκόν: (ἴδε ἐν λ. [[ἕκηλος]]): - ἑκουσίως, θεληματικῶς, προθύμως, Ὁμ. κλ., [[συχνάκις]] μετ’ ἀντιθέσεως, καὶ γὰρ ἐγὼ σοὶ δῶκα ἑκὼν ἀέκοντί γε θυμῷ, «[[ἐπεὶ]] [[κἀγὼ]] ἐθελοντὴς παρεχώρησα, [[μήπω]] θελησάσης μου τῆς ψυχῆς» (Θ. Γαζῆς), Ἰλ. Δ. 43˙ οὐ γάρ τίς με βίῃ γε ἑκὼν ἀέκοντα δίηται, «οὐδεὶς γάρ με ἰσχύι ἑκὼν ἄκοντα διώξει» (Θ. Γαζῆς), Η. 197˙ ἑκόνθ’ ἑκόντι συμπαραστατεῖν Αἰσχύλ. Πρ. 218˙ [[πάρειμι]] δ’ [[ἄκων]] οὐχ ἑκοῦσιν Σοφ. Ἀντ. 276˙ ἑκόντα μήτ’ ἄκοντα ὁ αὐτ. Φ. 771˙ βίᾳ τε κοὐχ ἑκὼν ὁ αὐτ. Ο. Κ. 935˙ ἑκὼν παρ’ ἑκόντος λαμβάνειν, δηλ. κατ’ ἀμοιβαίαν συναίνεσιν, Δημ. 528. 15. 2) ἐπίτηδες, [[ἐξεπίτηδες]], ἑκὼν δ’ ἡμάρτανε φωτός, «ἐθελουσίως δὲ ἀπέτυχε τοῦ ἀνδρὸς» (Θ. Γαζῆς), Ἰλ. Κ. 372, καὶ Ἀττ.˙ σφόδρ’ ἑκὼν... ἀγνοεῖν προσποιούμενος Δημ. 848. 15. 3) παρὰ πεζογράφοις, ἑκὼν [[εἶναι]] ἢ [[ἑκών]], ὅσον ἐξαρτᾶται ἐξ ἐμοῦ, ὅσον δι’ ἐμέ, τὸ πλεῖστον μετ’ ἀρνητικοῦ, ὡς ἐν Ἡρόδ. 7. 104., 8. 116, Πλάτ. Ἀπολ. 37Α, κ. ἀλλ.˙ ἢ ἐν προτάσει ἐνσημαινούσῃ ἄρνησιν, ὡς, θαυμάζοιμεν ἄν, εἰ... τις [[ἑκών]]... ἀφικνεῖται ὁ αὐτ. Πολ. 646Β. πολὺ σπανίως βεβαιωτ., [[ἑκών]] τε [[εἶναι]]... οἴχετο ἐς Σικελίην Ἡρόδ. 7. 64. ΙΙ. σπανίως ὡς τὸ [[ἑκούσιος]], ἐπὶ πραγμάτων, ἴδε [[ἀέκων]] ΙΙ. | |lstext='''ἑκών''': ἑκοῦσα, ἑκόν: (ἴδε ἐν λ. [[ἕκηλος]]): - ἑκουσίως, θεληματικῶς, προθύμως, Ὁμ. κλ., [[συχνάκις]] μετ’ ἀντιθέσεως, καὶ γὰρ ἐγὼ σοὶ δῶκα ἑκὼν ἀέκοντί γε θυμῷ, «[[ἐπεὶ]] [[κἀγὼ]] ἐθελοντὴς παρεχώρησα, [[μήπω]] θελησάσης μου τῆς ψυχῆς» (Θ. Γαζῆς), Ἰλ. Δ. 43˙ οὐ γάρ τίς με βίῃ γε ἑκὼν ἀέκοντα δίηται, «οὐδεὶς γάρ με ἰσχύι ἑκὼν ἄκοντα διώξει» (Θ. Γαζῆς), Η. 197˙ ἑκόνθ’ ἑκόντι συμπαραστατεῖν Αἰσχύλ. Πρ. 218˙ [[πάρειμι]] δ’ [[ἄκων]] οὐχ ἑκοῦσιν Σοφ. Ἀντ. 276˙ ἑκόντα μήτ’ ἄκοντα ὁ αὐτ. Φ. 771˙ βίᾳ τε κοὐχ ἑκὼν ὁ αὐτ. Ο. Κ. 935˙ ἑκὼν παρ’ ἑκόντος λαμβάνειν, δηλ. κατ’ ἀμοιβαίαν συναίνεσιν, Δημ. 528. 15. 2) ἐπίτηδες, [[ἐξεπίτηδες]], ἑκὼν δ’ ἡμάρτανε φωτός, «ἐθελουσίως δὲ ἀπέτυχε τοῦ ἀνδρὸς» (Θ. Γαζῆς), Ἰλ. Κ. 372, καὶ Ἀττ.˙ σφόδρ’ ἑκὼν... ἀγνοεῖν προσποιούμενος Δημ. 848. 15. 3) παρὰ πεζογράφοις, ἑκὼν [[εἶναι]] ἢ [[ἑκών]], ὅσον ἐξαρτᾶται ἐξ ἐμοῦ, ὅσον δι’ ἐμέ, τὸ πλεῖστον μετ’ ἀρνητικοῦ, ὡς ἐν Ἡρόδ. 7. 104., 8. 116, Πλάτ. Ἀπολ. 37Α, κ. ἀλλ.˙ ἢ ἐν προτάσει ἐνσημαινούσῃ ἄρνησιν, ὡς, θαυμάζοιμεν ἄν, εἰ... τις [[ἑκών]]... ἀφικνεῖται ὁ αὐτ. Πολ. 646Β. πολὺ σπανίως βεβαιωτ., [[ἑκών]] τε [[εἶναι]]... οἴχετο ἐς Σικελίην Ἡρόδ. 7. 64. ΙΙ. σπανίως ὡς τὸ [[ἑκούσιος]], ἐπὶ πραγμάτων, ἴδε [[ἀέκων]] ΙΙ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=οῦσα, όν ; <i>gén.</i> -όντος, -ούσης, -όντος;<br /><b>1</b> qui agit de son plein gré, spontanément ; ἑκὼν [[εἶναι]], <i>m. sign. ; en parl. de choses de soi-même</i>;<br /><b>2</b> qui consent, (<i>d’ord. avec une nég.</i>) [[οὐχ]] [[ἑκών]] qui fait qch non volontairement, malgré soi : βίᾳ [[τε]] [[κοὐχ]] [[ἑκών]] SOPH de force et malgré moi ; [[ἐμοῦ]] μὲν [[οὐκ]] ἑκόντος SOPH malgré moi.<br />'''Étymologie:''' pour Ϝεκών, de la R. Ϝεκ, vouloir bien ; cf. <i>lat.</i> invitus, p. *in-vic-tus. | |||
}} | }} |