Anonymous

πνῖγμα: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_21)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πνῖγμα''': τό, ([[πνίγω]]) [[πνιγμός]], [[αἴσθημα]] πνιγηρόν, ἆσθμα καὶ πν. Ἱππ. 1217D· μεταφορ., εἰς [[πνῖγμα]] τὸν δῆμον ἔχοντα τὰς εὐθύνας πειρᾶσθαι δοῦναι Κηφισόδοτος ἐν Ἀριστ. Ρητ. 3. 10, 7.
|lstext='''πνῖγμα''': τό, ([[πνίγω]]) [[πνιγμός]], [[αἴσθημα]] πνιγηρόν, ἆσθμα καὶ πν. Ἱππ. 1217D· μεταφορ., εἰς [[πνῖγμα]] τὸν δῆμον ἔχοντα τὰς εὐθύνας πειρᾶσθαι δοῦναι Κηφισόδοτος ἐν Ἀριστ. Ρητ. 3. 10, 7.
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />étouffement, suffocation.<br />'''Étymologie:''' [[πνίγω]].
}}
}}