Anonymous

τοσοῦτος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_5
(6_5)
(Bailly1_5)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''τοσοῦτος''': αύτη, οῦτο (ἢ τοσοῦτον, ἴδε ἐν τέλει)· Ἐπικ. [[τοσσοῦτος]], κτλ.· - ἀντωνυμ. δεικτ., = [[τόσος]] ἐν πάσαις ταῖς σημασίαις, ἀλλ’, ὡς τὸ [[τοσόσδε]], ἔχει ἰσχυροτέραν δεικτικὴν σημασίαν· ὁ [[Ὅμηρος]] ἔχει τόν τε κοινὸν καὶ τὸν Ἐπικὸν τύπον, ἀλλὰ συχνότερον τὸν τύπον [[τόσος]] ἢ [[τόσσος]], ἐν ᾧ παρ’ Ἀττικ. [[εἶναι]] συνηθέστατος, καὶ παρὰ τοῖς πεζογράφοις ὁ ἐπικρατῶν [[τύπος]], πρβλ. [[τοσόσδε]]· - [[συχν]]. ἀνταποδίδοται διὰ τοῦ ἀναφορ. [[ὅσος]], Σοφ., κλπ.· [[ὡσαύτως]] διὰ τοῦ ἐπιρρ. ὡς, Ὀδ. Φ. 402· τ. ἐγένετο [[ὥστε]]... Ξεν. Κυν. 1, 9. - ἀλλ’ [[ὡσαύτως]] [[συχν]]. ὡς τὸ [[τοσόσδε]], ἀπολ., τ. [[ἄφενος]] Ὀδ. Ξ. 99· λιμὴν Ἡρόδ. 7. 49, κλπ., ἐπὶ προσώπων, τόσον [[μέγας]], τόσον [[ὑψηλός]], κτλ., καί σε τ. ἔθηκα Ἰλ. Ι. 485 (481)· [[ὡσαύτως]], τόσον [[μέγας]] (τὸ [[ἀξίωμα]], τὴν δεξιότητα ἢ τὸν χαρακτῆρα), Σοφ. Τρ. 1140, Πλάτ., κλπ.· τοσ. καὶ [[τοιοῦτος]] Ξεν. Ἀπομν. 1. 4, 18 τηλικοῦτος καὶ τ. Πλάτ. Συμπ. 177Α· - ἐν τῷ πληθ., τόσα, [[ὀκτώ]], ἀτὰρ [[μήτηρ]] ἐνάτη ἦν, ἣ [[τέκε]] τέκνα, ὡς [[ἡμεῖς]] τοσσαῦτ’ ἔτεα πτολεμίξομεν Ἰλ. Β. 328· [[εἰλήλουθα]]..., χρήμασι σὺν τοίσδεσσι· λιπὼν δ’ ἔτι παισὶ τοσαῦτα [[φεύγω]] Ὀδ. Ν. 258· τοσαῦτ’ ἔλεξε, τοσαῦτα εἶπεν, Αἰσχύλ. Πέρσ. 372, πρβλ. Ἀγ. 680, Θουκ. 3. 62, κλπ.· - ἑπομένου προσδιορισμοῦ ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ κατ’ αἰτ., [[τοσοῦτος]] [[μέγαθος]], [[τοσοῦτος]] κατὰ τὸ [[μέγεθος]], Ἡρόδ. 7. 103· [[τοσοῦτος]] τὸ [[βάθος]], τόσον [[βαθύς]], Ξεν. Ἀν. 3, 5, 7· [[τοσοῦτος]] τὸ [[πλῆθος]] Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 13, 6· τὴν ἡλικίαν Πλουτ. Ἄρατ. 50· [[ὡσαύτως]], [[τοσοῦτος]] ἐν κακίᾳ ἢ ἐς κακίαν Λουκ. Ἀλέξ. 1· [[τοσοῦτος]] ἡλικίας ([[ἴσως]] ἡμαρτημ. γραφ. ἀντὶ ἡλικίαν) Πλουτ. Κάτων Νεώτ. 69 - μετ’ ἀριθμητ. ἐπιρρημάτων, δὶς τ., [[πολλάκις]] τ. Θουκ. 6. 37, Πλάτ. Πολ. 330Β [[οὕτως]], ἕτερον τοσοῦτο, [[ἄλλο]] τόσον, Ἡρόδ. 2. 149, πρβλ. Θουκ. 6. 37· ἕτεροι ἢ ἄλλοι τοσοῦτοι, «ἄλλοι τόσοι», Ἀνδοκ. 24, 22, Ξεν. Ἑλλ. 4. 1, 21· - ἐν Κύρ. 6. 3, 22, ἐς τοσούτους τεταγμένοι, εἰς τόσον ὀλίγον [[βάθος]], ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ οὕτω βαθεῖα [[φάλαγξ]]. ΙΙ. οὐδ. ὡς οὐσιαστ., τοσοῦτον ὀνήσιος Ὀδ. Φ. 402, πρβλ. Σοφ. Ο. Τ. 836, Ο. Κ. 790· τ. [[οἶδα]] ὁ αὐτ. ἐν Αἴ. 441, 748, κλπ.· τοσαῦτ’ ἔλεξε Αἰσχύλ. Πέρσ. 372, πρβλ. Πρ. 621, κλπ.· - [[συχν]]. [[μετὰ]] προθ., διὰ τοσούτου, εἰς τόσον μικρὰν ἀπόστασιν, τόσον ἐγγύς, Θουκ. 2. 29· - νῦν δ’ [[ἅπας]] τις ποιμένων ἐπίσταται ξυλουργέειν ἐς τοσοῦτο, [[μέχρι]] βαθμοῦ τινος, ὁπωσοῦν (δηλ. [[ὥστε]] νὰ εἰμπορῇ νὰ κατασκευάζῃ ἁμαξίδας), Ἡρόδ. 3. 113, πρβλ. 6. 134· ἐς τ. ἥκομεν, [[ὥστε]]... Λυσί. 178. 35· ἐς τ. ἐλπίδος βεβὼς Σοφ. Ο. Τ. 771, πρβλ. Ο. Κ. 748, Ἀριστοφ. Νεφ. 832, Πλάτ., κλπ.· - ἐκ τ., τόσον [[μακρόθεν]], Ξεν. Ἑλλ. 4. 4., 16· - ἐν τοσούτῳ, ἐν τῷ [[μεταξύ]], Ἀριστοφ. Ἱππ. 420, Θουκ. 6. 64· - ἐπὶ τοσοῦτο Ἡρόδ. 6. 97, Ἀρισμ. Πολιτικ. 4. 15, 14· - κατὰ τοσοῦτον Λυσί. 187. 27, Πλάτ., κλπ.· - [[μέχρι]] τοσούτου Θουκ. 1. 90, Ξεν. Κύρ. 1. 4, 23· - παρὰ τοσοῦτον ἐλθεῖν κινδύνου Θουκ. 3. 49, πρβλ. 6. 37., 7. 2· - τοσούτου δέω, ἴδε ἐν λέξ. δέω καὶ Κόντον ἐν Γλωσσ. Παρατηρήσ. σ. 184. ΙΙΙ. οὐδ. [[ὡσαύτως]] ὡς ἐπίρρ., τόσον πολύ, ἢ τοσοῦτον..., ἢ ἔτι μᾶσσον Ὀδ. Θ. 203· σθένειν τ. [[ὥστε]]... Σοφ. Ἀντ. 453, κλπ.· [[ὡσαύτως]], τοσοῦτον, ὅσον... Θουκ. 3. 49, Ξενοφ. κλπ.· [[οὕτως]] ἐν τῷ πληθ., τοσαῦτα μάχεσθαι ὅσα ἀναγκάζονται Θουκ. 7. 81, πρβλ. Πλάτ. Ἀλκιβ. 1. 107Ε. 2) τόσον πολύ, τ. [[ὀδύρομαι]] Ὀδ. Φ. 280, οὐ τοσοῦτον..., ὅσον... Θουκ. 1. 11, 88, κλπ.· - μετ’ ἐπιρρημάτων, τ. [[φιλέλλην]] Ἱππ. 1298. 26· τ. [[νεώτατος]] Ἰλ. Ψ. 476· τ. εὐτυχέστεροι μνημονευόμενον ἐκ τοῦ Λυσίου· - ἀλλ’ ἡ δοτ. τοσούτῳ [[εἶναι]] συνηθεστέρα [[μετὰ]] συγκρ., Ἡρόδ. 7. 49, Πλάτ. Πολ. 576Β, Ξεν. Ἑλλ. 4. 8, 4, κλπ., ἢ [[μετὰ]] λέξεων αἵτινες ἔχουσι παραθετικὴν ἔννοιαν, τοσούτῳ διέφερεν [[ὥστε]]... [[αὐτόθι]] 3. 1, 10, πρβλ. Ἀνάβ. 1. 5. 9. Τὸ οὐδ. [[εἶναι]] τοσοῦτον ἢ τοσσοῦτον παρ’ Ὁμήρ., τοσοῦτο παρ’ Ἡροδ., (οὕτω, τοσοῦθ’, ὅσον Πινδ. Ι. 2. 35)· τοσοῦτον παρ’ Αἰσχύλ. ἐν Πρ. 621, Σοφ., καὶ τοῖς Ἀττικοῖς [[καθόλου]]· ἐν Αἰσχύλ. Εὐμ. 201, 427, Ἀριστοφ. Νεφ 832, [[ἔνθα]] τὰ Ἀντίγραφα ἔχουσι τοσοῦτο, τὸ [[μέτρον]] ἐπιδέχεται καὶ τοσοῦτον. (Ἡ [[λέξις]] δὲν [[εἶναι]] [[σύνθετος]] [[μετὰ]] τῆς [[οὗτος]], ἀλλ’ ἐκτεταμένος [[τύπος]] τοῦ [[τόσος]]).
|lstext='''τοσοῦτος''': αύτη, οῦτο (ἢ τοσοῦτον, ἴδε ἐν τέλει)· Ἐπικ. [[τοσσοῦτος]], κτλ.· - ἀντωνυμ. δεικτ., = [[τόσος]] ἐν πάσαις ταῖς σημασίαις, ἀλλ’, ὡς τὸ [[τοσόσδε]], ἔχει ἰσχυροτέραν δεικτικὴν σημασίαν· ὁ [[Ὅμηρος]] ἔχει τόν τε κοινὸν καὶ τὸν Ἐπικὸν τύπον, ἀλλὰ συχνότερον τὸν τύπον [[τόσος]] ἢ [[τόσσος]], ἐν ᾧ παρ’ Ἀττικ. [[εἶναι]] συνηθέστατος, καὶ παρὰ τοῖς πεζογράφοις ὁ ἐπικρατῶν [[τύπος]], πρβλ. [[τοσόσδε]]· - [[συχν]]. ἀνταποδίδοται διὰ τοῦ ἀναφορ. [[ὅσος]], Σοφ., κλπ.· [[ὡσαύτως]] διὰ τοῦ ἐπιρρ. ὡς, Ὀδ. Φ. 402· τ. ἐγένετο [[ὥστε]]... Ξεν. Κυν. 1, 9. - ἀλλ’ [[ὡσαύτως]] [[συχν]]. ὡς τὸ [[τοσόσδε]], ἀπολ., τ. [[ἄφενος]] Ὀδ. Ξ. 99· λιμὴν Ἡρόδ. 7. 49, κλπ., ἐπὶ προσώπων, τόσον [[μέγας]], τόσον [[ὑψηλός]], κτλ., καί σε τ. ἔθηκα Ἰλ. Ι. 485 (481)· [[ὡσαύτως]], τόσον [[μέγας]] (τὸ [[ἀξίωμα]], τὴν δεξιότητα ἢ τὸν χαρακτῆρα), Σοφ. Τρ. 1140, Πλάτ., κλπ.· τοσ. καὶ [[τοιοῦτος]] Ξεν. Ἀπομν. 1. 4, 18 τηλικοῦτος καὶ τ. Πλάτ. Συμπ. 177Α· - ἐν τῷ πληθ., τόσα, [[ὀκτώ]], ἀτὰρ [[μήτηρ]] ἐνάτη ἦν, ἣ [[τέκε]] τέκνα, ὡς [[ἡμεῖς]] τοσσαῦτ’ ἔτεα πτολεμίξομεν Ἰλ. Β. 328· [[εἰλήλουθα]]..., χρήμασι σὺν τοίσδεσσι· λιπὼν δ’ ἔτι παισὶ τοσαῦτα [[φεύγω]] Ὀδ. Ν. 258· τοσαῦτ’ ἔλεξε, τοσαῦτα εἶπεν, Αἰσχύλ. Πέρσ. 372, πρβλ. Ἀγ. 680, Θουκ. 3. 62, κλπ.· - ἑπομένου προσδιορισμοῦ ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ κατ’ αἰτ., [[τοσοῦτος]] [[μέγαθος]], [[τοσοῦτος]] κατὰ τὸ [[μέγεθος]], Ἡρόδ. 7. 103· [[τοσοῦτος]] τὸ [[βάθος]], τόσον [[βαθύς]], Ξεν. Ἀν. 3, 5, 7· [[τοσοῦτος]] τὸ [[πλῆθος]] Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 13, 6· τὴν ἡλικίαν Πλουτ. Ἄρατ. 50· [[ὡσαύτως]], [[τοσοῦτος]] ἐν κακίᾳ ἢ ἐς κακίαν Λουκ. Ἀλέξ. 1· [[τοσοῦτος]] ἡλικίας ([[ἴσως]] ἡμαρτημ. γραφ. ἀντὶ ἡλικίαν) Πλουτ. Κάτων Νεώτ. 69 - μετ’ ἀριθμητ. ἐπιρρημάτων, δὶς τ., [[πολλάκις]] τ. Θουκ. 6. 37, Πλάτ. Πολ. 330Β [[οὕτως]], ἕτερον τοσοῦτο, [[ἄλλο]] τόσον, Ἡρόδ. 2. 149, πρβλ. Θουκ. 6. 37· ἕτεροι ἢ ἄλλοι τοσοῦτοι, «ἄλλοι τόσοι», Ἀνδοκ. 24, 22, Ξεν. Ἑλλ. 4. 1, 21· - ἐν Κύρ. 6. 3, 22, ἐς τοσούτους τεταγμένοι, εἰς τόσον ὀλίγον [[βάθος]], ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ οὕτω βαθεῖα [[φάλαγξ]]. ΙΙ. οὐδ. ὡς οὐσιαστ., τοσοῦτον ὀνήσιος Ὀδ. Φ. 402, πρβλ. Σοφ. Ο. Τ. 836, Ο. Κ. 790· τ. [[οἶδα]] ὁ αὐτ. ἐν Αἴ. 441, 748, κλπ.· τοσαῦτ’ ἔλεξε Αἰσχύλ. Πέρσ. 372, πρβλ. Πρ. 621, κλπ.· - [[συχν]]. [[μετὰ]] προθ., διὰ τοσούτου, εἰς τόσον μικρὰν ἀπόστασιν, τόσον ἐγγύς, Θουκ. 2. 29· - νῦν δ’ [[ἅπας]] τις ποιμένων ἐπίσταται ξυλουργέειν ἐς τοσοῦτο, [[μέχρι]] βαθμοῦ τινος, ὁπωσοῦν (δηλ. [[ὥστε]] νὰ εἰμπορῇ νὰ κατασκευάζῃ ἁμαξίδας), Ἡρόδ. 3. 113, πρβλ. 6. 134· ἐς τ. ἥκομεν, [[ὥστε]]... Λυσί. 178. 35· ἐς τ. ἐλπίδος βεβὼς Σοφ. Ο. Τ. 771, πρβλ. Ο. Κ. 748, Ἀριστοφ. Νεφ. 832, Πλάτ., κλπ.· - ἐκ τ., τόσον [[μακρόθεν]], Ξεν. Ἑλλ. 4. 4., 16· - ἐν τοσούτῳ, ἐν τῷ [[μεταξύ]], Ἀριστοφ. Ἱππ. 420, Θουκ. 6. 64· - ἐπὶ τοσοῦτο Ἡρόδ. 6. 97, Ἀρισμ. Πολιτικ. 4. 15, 14· - κατὰ τοσοῦτον Λυσί. 187. 27, Πλάτ., κλπ.· - [[μέχρι]] τοσούτου Θουκ. 1. 90, Ξεν. Κύρ. 1. 4, 23· - παρὰ τοσοῦτον ἐλθεῖν κινδύνου Θουκ. 3. 49, πρβλ. 6. 37., 7. 2· - τοσούτου δέω, ἴδε ἐν λέξ. δέω καὶ Κόντον ἐν Γλωσσ. Παρατηρήσ. σ. 184. ΙΙΙ. οὐδ. [[ὡσαύτως]] ὡς ἐπίρρ., τόσον πολύ, ἢ τοσοῦτον..., ἢ ἔτι μᾶσσον Ὀδ. Θ. 203· σθένειν τ. [[ὥστε]]... Σοφ. Ἀντ. 453, κλπ.· [[ὡσαύτως]], τοσοῦτον, ὅσον... Θουκ. 3. 49, Ξενοφ. κλπ.· [[οὕτως]] ἐν τῷ πληθ., τοσαῦτα μάχεσθαι ὅσα ἀναγκάζονται Θουκ. 7. 81, πρβλ. Πλάτ. Ἀλκιβ. 1. 107Ε. 2) τόσον πολύ, τ. [[ὀδύρομαι]] Ὀδ. Φ. 280, οὐ τοσοῦτον..., ὅσον... Θουκ. 1. 11, 88, κλπ.· - μετ’ ἐπιρρημάτων, τ. [[φιλέλλην]] Ἱππ. 1298. 26· τ. [[νεώτατος]] Ἰλ. Ψ. 476· τ. εὐτυχέστεροι μνημονευόμενον ἐκ τοῦ Λυσίου· - ἀλλ’ ἡ δοτ. τοσούτῳ [[εἶναι]] συνηθεστέρα [[μετὰ]] συγκρ., Ἡρόδ. 7. 49, Πλάτ. Πολ. 576Β, Ξεν. Ἑλλ. 4. 8, 4, κλπ., ἢ [[μετὰ]] λέξεων αἵτινες ἔχουσι παραθετικὴν ἔννοιαν, τοσούτῳ διέφερεν [[ὥστε]]... [[αὐτόθι]] 3. 1, 10, πρβλ. Ἀνάβ. 1. 5. 9. Τὸ οὐδ. [[εἶναι]] τοσοῦτον ἢ τοσσοῦτον παρ’ Ὁμήρ., τοσοῦτο παρ’ Ἡροδ., (οὕτω, τοσοῦθ’, ὅσον Πινδ. Ι. 2. 35)· τοσοῦτον παρ’ Αἰσχύλ. ἐν Πρ. 621, Σοφ., καὶ τοῖς Ἀττικοῖς [[καθόλου]]· ἐν Αἰσχύλ. Εὐμ. 201, 427, Ἀριστοφ. Νεφ 832, [[ἔνθα]] τὰ Ἀντίγραφα ἔχουσι τοσοῦτο, τὸ [[μέτρον]] ἐπιδέχεται καὶ τοσοῦτον. (Ἡ [[λέξις]] δὲν [[εἶναι]] [[σύνθετος]] [[μετὰ]] τῆς [[οὗτος]], ἀλλ’ ἐκτεταμένος [[τύπος]] τοῦ [[τόσος]]).
}}
{{bailly
|btext=τοσαύτη, τοσοῦτο (<i>att. et qqf homér.</i> τοσοῦτον);<br /><b>I.</b> <i>adj.</i> tel <i>avec idée de quantité, càd</i> aussi grand, aussi fort, aussi nombreux ; aussi petit, aussi faible, aussi peu nombreux ; <i>abs.</i> [[σε]] τοσοῦτον [[ἔθηκα]] IL je t’élevai jusqu’à cet âge ; τοσαύτη [[πόλις]] THC une cité si grande et si puissante ; [[τοσοῦτος]] [[ὥστε]] XÉN tellement grand que, assez grand pour ; τοσοῦτοι autant, aussi nombreux : τοσαῦτα ἀπολογούμεθα THC tant nous disons (de choses) pour notre défense ; <i>avec</i> acc. : ποταμὸς [[τοσοῦτος]] τὸ [[βάθος]] XÉN fleuve si profond ; [[πόλις]] ἑτέρα τοσαύτη THC une autre cité aussi grande <i>ou</i> aussi puissante, la seconde en puissance ; <i>abs.</i> [[εἰς]] τοσούτους τεταγμένοι XÉN rangés en lignes si profondes ; <i>neutre</i> • τοσοῦτο, • τοσοῦτον autant ; [[ἐς]] τοσοῦτόν τινος [[ἐλθεῖν]], ἥκειν SOPH, PLAT en être venu à ce point de qch (de confiance, d’ignorance, <i>etc.</i>) ; [[ἐς]] τοσοῦτο [[τοῦ]] λόγου [[οἱ]] Ἕλληνες λέγουσι HDT jusqu’à ce point du récit les Grecs disent (tous la même chose) ; <i>abs.</i> • τοσοῦτον XÉN un aussi grand espace, seulement autant d’espace ; τοσοῦτον [[οἶδα]] SOPH autant que je sache ; τοσοῦτόν γ’ [[οἶδα]] SOPH autant du moins que je sache ; [[εἶπε]] τοσοῦτον XÉN il en dit seulement autant, il n’en dit pas davantage ; τοσούτου [[δέω]] avec l’inf. : il s’en faut de tant <i>ou</i> de si peu que je… ; <i>rar.</i> τοσοῦτον [[δέω]] <i>m. sign.</i> ; διὰ τοσούτου THC dans un si petit intervalle de temps ; [[μέχρι]] τοσούτου XÉN jusque là, jusqu’à présent ; [[μέχρι]] τοσούτου [[ἕως]] [[ἄν]] THC jusqu’à ce que ; [[ἐν]] τοσούτῳ THC durant ce temps ; ἐπὶ τοσοῦτο HDT jusqu’à ce point ; παρὰ τοσοῦτον THC environ, presque, à peu près;<br /><b>II.</b> <i>au sens adv.</i> • τοσοῦτον :<br /><b>1</b> si loin, aussi loin;<br /><b>2</b> tant, tellement;<br /><b>3</b> autant, à tel point : τοσοῦτον ἐγίγνωσκον τὸν ἄνδρα, [[ὅτι]] [[εἷς]] [[ἡμῶν]] εἰη XÉN je ne le connaissais pas, je savais seulement qu’il était un des nôtres ; τοσοῦτον διαφέρειν [[ὅσον]] XÉN différer jusqu’à ce point que ; tant que ; <i>au plur.</i> • τοσαῦτα : τοσαῦτα μαχόμενοι ὅσα ἀναγκάζονται THC ne combattant qu’autant qu’ils y sont forcés.<br />'''Étymologie:''' [[τόσος]], [[οὗτος]].
}}
}}