3,277,206
edits
(6_19) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''εὔπλοος''': -ον, συνῃρ. -πλους, ουν, ([[πλέω]]) καλὸς διὰ πλοῦν, εὔπ. [[πλόος]], = [[εὔπλοια]], Ἤριννα 2· ὤρια πάντα γένοιτο, καὶ εὔπλοον ὅρμον ἵκοιτο, [[εἴθε]] νὰ γίνωσιν αὐτῷ πάντα εὐδιεινὰ καὶ νὰ φθάσῃ εἰς φιλικὸν λιμένα (εἰ μὴ [[ἀναγνωστέον]] [[εὔπλοος]]), Θεόκρ. 7. 62. | |lstext='''εὔπλοος''': -ον, συνῃρ. -πλους, ουν, ([[πλέω]]) καλὸς διὰ πλοῦν, εὔπ. [[πλόος]], = [[εὔπλοια]], Ἤριννα 2· ὤρια πάντα γένοιτο, καὶ εὔπλοον ὅρμον ἵκοιτο, [[εἴθε]] νὰ γίνωσιν αὐτῷ πάντα εὐδιεινὰ καὶ νὰ φθάσῃ εἰς φιλικὸν λιμένα (εἰ μὴ [[ἀναγνωστέον]] [[εὔπλοος]]), Θεόκρ. 7. 62. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=οος, οον;<br />qui navigue heureusement.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[πλέω]]. | |||
}} | }} |