Anonymous

εὔπλοος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_19)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''εὔπλοος''': -ον, συνῃρ. -πλους, ουν, ([[πλέω]]) καλὸς διὰ πλοῦν, εὔπ. [[πλόος]], = [[εὔπλοια]], Ἤριννα 2· ὤρια πάντα γένοιτο, καὶ εὔπλοον ὅρμον ἵκοιτο, [[εἴθε]] νὰ γίνωσιν αὐτῷ πάντα εὐδιεινὰ καὶ νὰ φθάσῃ εἰς φιλικὸν λιμένα (εἰ μὴ [[ἀναγνωστέον]] [[εὔπλοος]]), Θεόκρ. 7. 62.
|lstext='''εὔπλοος''': -ον, συνῃρ. -πλους, ουν, ([[πλέω]]) καλὸς διὰ πλοῦν, εὔπ. [[πλόος]], = [[εὔπλοια]], Ἤριννα 2· ὤρια πάντα γένοιτο, καὶ εὔπλοον ὅρμον ἵκοιτο, [[εἴθε]] νὰ γίνωσιν αὐτῷ πάντα εὐδιεινὰ καὶ νὰ φθάσῃ εἰς φιλικὸν λιμένα (εἰ μὴ [[ἀναγνωστέον]] [[εὔπλοος]]), Θεόκρ. 7. 62.
}}
{{bailly
|btext=οος, οον;<br />qui navigue heureusement.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[πλέω]].
}}
}}