Anonymous

εὐήρης: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_7)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''εὐήρης''': -ες, [[καλῶς]] ἡρμοσμένος, Ὅμ. (μόνον ἐν Ὀδ.) ἀείποτε ἐπίθ. τῶν κωπῶν, εὐμεταχερίστος, [[εὔληπτος]], λαβών εὐῆρες [[ἐρετμόν]] Λ. 120· οὐδ’ εὐήρε’ ἐρετμὰ [[αὐτόθι]] 124. κτλ.· νεὼς εὐήρ. [[πίτυλος]], ὁ [[πάταγος]] τῶν [[καλῶς]] ἡρμοσμένων ἢ ἐρεσσομένων κωπῶν, Εὐρ. Ι. Τ. 1050· εὐήρ. [[σκάφη]] Πλουτ. Ἀντών. 65: - [[καθόλου]], εὐήρ. πρὸς τὴν χρείαν, [[ἁρμόδιος]], ἁρμόζων..., Ἱππ. 19. 52· εὐ. τεύχη Χρησμ. παρὰ Παυσ. 4. 12, 4· εὐ. [[ἵππος]] = [[εὐήνιος]], «[[εὐάγωγος]]» Ἡσύχ. (Περὶ τῆς ῥίζης ἴδε -[[ήρης]], [[κατήρης]], [[ποδήρης]], [[τριήρης]].)
|lstext='''εὐήρης''': -ες, [[καλῶς]] ἡρμοσμένος, Ὅμ. (μόνον ἐν Ὀδ.) ἀείποτε ἐπίθ. τῶν κωπῶν, εὐμεταχερίστος, [[εὔληπτος]], λαβών εὐῆρες [[ἐρετμόν]] Λ. 120· οὐδ’ εὐήρε’ ἐρετμὰ [[αὐτόθι]] 124. κτλ.· νεὼς εὐήρ. [[πίτυλος]], ὁ [[πάταγος]] τῶν [[καλῶς]] ἡρμοσμένων ἢ ἐρεσσομένων κωπῶν, Εὐρ. Ι. Τ. 1050· εὐήρ. [[σκάφη]] Πλουτ. Ἀντών. 65: - [[καθόλου]], εὐήρ. πρὸς τὴν χρείαν, [[ἁρμόδιος]], ἁρμόζων..., Ἱππ. 19. 52· εὐ. τεύχη Χρησμ. παρὰ Παυσ. 4. 12, 4· εὐ. [[ἵππος]] = [[εὐήνιος]], «[[εὐάγωγος]]» Ἡσύχ. (Περὶ τῆς ῥίζης ἴδε -[[ήρης]], [[κατήρης]], [[ποδήρης]], [[τριήρης]].)
}}
{{bailly
|btext=ης, ες :<br />bien ajusté ; souple, commode à manier <i>ou</i> à manœuvrer.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], *ἄρω.
}}
}}