Anonymous

κελήτιον: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_22)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κελήτιον''': τό, ὑποκορ. τοῦ [[κέλης]] ΙΙ, Θουκ. 1. 53· τριήρει μὲν φιλίᾳ προσπλεούσῃ, αὐτὸς δ’ ἐν κελητίῳ [[ἄποθεν]] ἐφεπόμενος, [[ὅπερ]] [[αὐτόθι]] καὶ κέλητα καλεῖ, 4. 120· κ. ὀξὺ Ἀππ. Ἐκφύλ. 2. 56.
|lstext='''κελήτιον''': τό, ὑποκορ. τοῦ [[κέλης]] ΙΙ, Θουκ. 1. 53· τριήρει μὲν φιλίᾳ προσπλεούσῃ, αὐτὸς δ’ ἐν κελητίῳ [[ἄποθεν]] ἐφεπόμενος, [[ὅπερ]] [[αὐτόθι]] καὶ κέλητα καλεῖ, 4. 120· κ. ὀξὺ Ἀππ. Ἐκφύλ. 2. 56.
}}
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />petite chaloupe.<br />'''Étymologie:''' dim. de [[κέλης]].
}}
}}