Anonymous

δέργμα: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_21)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''δέργμα''': τό, ([[δέρκομαι]]) [[βλέμμα]], “'ματιά”, κυανοῦν λεύσσων [[δέργμα]] δράκοντος, ἔχων τὸ [[βλέμμα]] …, βλέπων ὡς …, Αἰσχύλ. Πέρσ. 83, πρβλ. Εὐρ. Μηδ. 187, κτλ.· - παρ᾿ Ἡσυχ. [[ὡσαύτως]] δεργμός, οῦ, ὁ.
|lstext='''δέργμα''': τό, ([[δέρκομαι]]) [[βλέμμα]], “'ματιά”, κυανοῦν λεύσσων [[δέργμα]] δράκοντος, ἔχων τὸ [[βλέμμα]] …, βλέπων ὡς …, Αἰσχύλ. Πέρσ. 83, πρβλ. Εὐρ. Μηδ. 187, κτλ.· - παρ᾿ Ἡσυχ. [[ὡσαύτως]] δεργμός, οῦ, ὁ.
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />regard.<br />'''Étymologie:''' [[δέρκομαι]].
}}
}}