Anonymous

ὑπέρδεινος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_5
(6_16)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑπέρδεινος''': -ον, εἰς ὑπερβολὴν [[δεινός]], φοβερὸς ἢ ἐπικίνδυνος, τὸ πρᾶγμά μοι εἰς ὑπέρδεινον περιέστη Δημ. 551. 2, πρβλ. Λουκ. Τίμ. 13. 2) [[λίαν]] [[δεινός]], ἱκανώτατος, [[ῥήτωρ]] [[Πολυδ]]. Δ΄, 20· ὑπ. εἰπεῖν Δίων Χρυσ. 2. 215.
|lstext='''ὑπέρδεινος''': -ον, εἰς ὑπερβολὴν [[δεινός]], φοβερὸς ἢ ἐπικίνδυνος, τὸ πρᾶγμά μοι εἰς ὑπέρδεινον περιέστη Δημ. 551. 2, πρβλ. Λουκ. Τίμ. 13. 2) [[λίαν]] [[δεινός]], ἱκανώτατος, [[ῥήτωρ]] [[Πολυδ]]. Δ΄, 20· ὑπ. εἰπεῖν Δίων Χρυσ. 2. 215.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />extraordinairement effrayant.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπέρ]], [[δεινός]].
}}
}}