Anonymous

φιλέταιρος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_5
(6_17)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''φῐλέταιρος''': -ον, ὁ ἀγαπῶν τοὺς [[ἑαυτοῦ]] ἑταίρους, ἀφωσιωμένος εἰς αὐτούς, [[πιστός]], Θουκ. 3. 82, Πλάτ. Λῦσ. 211Ε, Ξεν. Κύρ. Παιδ. 8. 3, 49, Ἀριστ. Ρητ. 2. 12, 13· ― τὸ φιλέταιρον, = [[φιλεταιρία]], Τιμοκλῆς ἐν «Δρακοντίῳ» 1. 4, Πλούτ.· οὕτω, φ. [[ἦθος]] Κρατῖνος Νεώτ. ἐν Ἀδήλ. 1. ― Ἐπίρρ. -ρως, Αἰσχίν. 15. 32.
|lstext='''φῐλέταιρος''': -ον, ὁ ἀγαπῶν τοὺς [[ἑαυτοῦ]] ἑταίρους, ἀφωσιωμένος εἰς αὐτούς, [[πιστός]], Θουκ. 3. 82, Πλάτ. Λῦσ. 211Ε, Ξεν. Κύρ. Παιδ. 8. 3, 49, Ἀριστ. Ρητ. 2. 12, 13· ― τὸ φιλέταιρον, = [[φιλεταιρία]], Τιμοκλῆς ἐν «Δρακοντίῳ» 1. 4, Πλούτ.· οὕτω, φ. [[ἦθος]] Κρατῖνος Νεώτ. ἐν Ἀδήλ. 1. ― Ἐπίρρ. -ρως, Αἰσχίν. 15. 32.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui aime ses camarades <i>ou</i> ses amis ; τὸ φιλέταιρον <i>c.</i> [[φιλεταιρία]].<br />'''Étymologie:''' [[φίλος]], [[ἑταῖρος]].
}}
}}