Anonymous

κατέπεφνον: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_5)
(Bailly1_3)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''κατέπεφνον''': ἀόρ. β΄ [[ἄνευ]] ἐνεστ. ἐν χρήσει (ἴδε *[[φένω]]), [[φονεύω]], [[σφάζω]], [[ἀποκτείνω]], καταπέφνῃ Ἰλ. Γ. 281 κατέπεφνε (ἢ -εν) Ζ. 183., Ω. 759, Ὀδ. Γ. 252., Δ. 534, Σοφ. Ἠλ. 486· κατέπεφνες ὁ αὐτ. ἐν Αἴ. 901, καὶ (ἐν τμήσει) Πινδ. Ἀποσπ. 157· καταπεφνὼν Ἰλ. Ρ. 539, Βακχυλ. 5. 115.
|lstext='''κατέπεφνον''': ἀόρ. β΄ [[ἄνευ]] ἐνεστ. ἐν χρήσει (ἴδε *[[φένω]]), [[φονεύω]], [[σφάζω]], [[ἀποκτείνω]], καταπέφνῃ Ἰλ. Γ. 281 κατέπεφνε (ἢ -εν) Ζ. 183., Ω. 759, Ὀδ. Γ. 252., Δ. 534, Σοφ. Ἠλ. 486· κατέπεφνες ὁ αὐτ. ἐν Αἴ. 901, καὶ (ἐν τμήσει) Πινδ. Ἀποσπ. 157· καταπεφνὼν Ἰλ. Ρ. 539, Βακχυλ. 5. 115.
}}
{{bailly
|btext=<i>verbe n’existant qu’à l’ao.2;<br />inf.</i> [[καταπεφνεῖν]], <i>sbj. 3ᵉ sg.</i> καταπέφνῃ, <i>part.</i> καταπεφνών;<br />tuer.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ἔπεφνον]].
}}
}}