Anonymous

οἰκουργός: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_14)
(Bailly1_4)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''οἰκουργός''': ὁ, ([[οἶκος]], [[ἔργον]]) ὁ ἐργαζόμενος ἐν τῷ οἴκῳ, ὁ φροντίζων περὶ τοῦ οἴκου, διάφ. γραφ. ἀντὶ [[οἰκουρός]]. Ἐπιστ. π. Τίτ. β΄, 5.
|lstext='''οἰκουργός''': ὁ, ([[οἶκος]], [[ἔργον]]) ὁ ἐργαζόμενος ἐν τῷ οἴκῳ, ὁ φροντίζων περὶ τοῦ οἴκου, διάφ. γραφ. ἀντὶ [[οἰκουρός]]. Ἐπιστ. π. Τίτ. β΄, 5.
}}
{{bailly
|btext=ός, όν :<br />qui travaille à la maison.<br />'''Étymologie:''' [[οἶκος]], [[ἔργον]].
}}
}}