Anonymous

προακούω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_23)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''προᾰκούω''': μέλλ. -ακούσομαι, [[ἀκούω]] πρότερον, τι Ἡρόδ. 2. 5., 5. 86, κτλ.· τινὸς Πολύβ. 10. 5, 5· [[περί]] τινος Δημ. 604. 7· [[ὡσαύτως]], προακήκοε ὅτι... Ἡρόδ. 8. 79· προακηκοότες ὡς εἶχε, πῶς εἶχον τὰ πράγματα, ὁ αὐτ. 6. 16· ― ἐπὶ ἵππου, τοῖς ὠσὶ προακούοντα σημαίνειν Ξεν. Κύρ. 4. 3, 21.
|lstext='''προᾰκούω''': μέλλ. -ακούσομαι, [[ἀκούω]] πρότερον, τι Ἡρόδ. 2. 5., 5. 86, κτλ.· τινὸς Πολύβ. 10. 5, 5· [[περί]] τινος Δημ. 604. 7· [[ὡσαύτως]], προακήκοε ὅτι... Ἡρόδ. 8. 79· προακηκοότες ὡς εἶχε, πῶς εἶχον τὰ πράγματα, ὁ αὐτ. 6. 16· ― ἐπὶ ἵππου, τοῖς ὠσὶ προακούοντα σημαίνειν Ξεν. Κύρ. 4. 3, 21.
}}
{{bailly
|btext=<i>ao.</i> προήκουσα, <i>pf.</i> προακήκοα, <i>etc.</i><br />entendre <i>ou</i> apprendre d’avance, acc..<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[ἀκούω]].
}}
}}