3,277,220
edits
(6_23) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''προᾰκούω''': μέλλ. -ακούσομαι, [[ἀκούω]] πρότερον, τι Ἡρόδ. 2. 5., 5. 86, κτλ.· τινὸς Πολύβ. 10. 5, 5· [[περί]] τινος Δημ. 604. 7· [[ὡσαύτως]], προακήκοε ὅτι... Ἡρόδ. 8. 79· προακηκοότες ὡς εἶχε, πῶς εἶχον τὰ πράγματα, ὁ αὐτ. 6. 16· ― ἐπὶ ἵππου, τοῖς ὠσὶ προακούοντα σημαίνειν Ξεν. Κύρ. 4. 3, 21. | |lstext='''προᾰκούω''': μέλλ. -ακούσομαι, [[ἀκούω]] πρότερον, τι Ἡρόδ. 2. 5., 5. 86, κτλ.· τινὸς Πολύβ. 10. 5, 5· [[περί]] τινος Δημ. 604. 7· [[ὡσαύτως]], προακήκοε ὅτι... Ἡρόδ. 8. 79· προακηκοότες ὡς εἶχε, πῶς εἶχον τὰ πράγματα, ὁ αὐτ. 6. 16· ― ἐπὶ ἵππου, τοῖς ὠσὶ προακούοντα σημαίνειν Ξεν. Κύρ. 4. 3, 21. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>ao.</i> προήκουσα, <i>pf.</i> προακήκοα, <i>etc.</i><br />entendre <i>ou</i> apprendre d’avance, acc..<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[ἀκούω]]. | |||
}} | }} |