Anonymous

συνακμάζω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_5
(6_1)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''συνακμάζω''': [[ἀκμάζω]] συγχρόνως, ἐπὶ φυτῶν, Ἀνθ. Π. 11· 417· ἐπὶ προσώπων, Ἰφίτῳ σ., [[μετὰ]] τοῦ Ἰφ., Ἀριστ. Ἀποσπ. 420, πρβλ. Πολύβ. 32. 12, 3, Πλουτ. Λυκοῦργ. 1· ― ἀπολ., [[ἀκμάζω]] [[ὁμοῦ]], ὁ αὐτ. ἐν Τ. Γράκχ. 3. ΙΙ. [[συνακμάζω]] ταῖς ὁρμαῖς [[πρός]] τι, εἶμαι εἰς τὸν ὕψιστον βαθμὸν ζηλωτὴς διά τι [[πρᾶγμα]], Πολύβ. 16. 28, 1.
|lstext='''συνακμάζω''': [[ἀκμάζω]] συγχρόνως, ἐπὶ φυτῶν, Ἀνθ. Π. 11· 417· ἐπὶ προσώπων, Ἰφίτῳ σ., [[μετὰ]] τοῦ Ἰφ., Ἀριστ. Ἀποσπ. 420, πρβλ. Πολύβ. 32. 12, 3, Πλουτ. Λυκοῦργ. 1· ― ἀπολ., [[ἀκμάζω]] [[ὁμοῦ]], ὁ αὐτ. ἐν Τ. Γράκχ. 3. ΙΙ. [[συνακμάζω]] ταῖς ὁρμαῖς [[πρός]] τι, εἶμαι εἰς τὸν ὕψιστον βαθμὸν ζηλωτὴς διά τι [[πρᾶγμα]], Πολύβ. 16. 28, 1.
}}
{{bailly
|btext=être en même temps dans toute sa force, être florissant avec <i>ou</i> en même temps que, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἀκμάζω]].
}}
}}