Anonymous

λάριξ: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_9)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''λάριξ''': ἡ, [[εἶδος]] ῥητίνης κομιζομένης ἀπὸ Γαλατίας καὶ ἐπιχωρίως οὕτω καλουμένης, Διοσκ. 1. 92. (lărĭces, Lucan. 9. 920].
|lstext='''λάριξ''': ἡ, [[εἶδος]] ῥητίνης κομιζομένης ἀπὸ Γαλατίας καὶ ἐπιχωρίως οὕτω καλουμένης, Διοσκ. 1. 92. (lărĭces, Lucan. 9. 920].
}}
{{bailly
|btext=ικος (ἡ) :<br />larix <i>arbuste</i> ; mélèze Chantraine.<br />'''Étymologie:''' DELG pas d’étym.
}}
}}