3,277,819
edits
(6_7) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''λευκανθής''': -ές, ([[ἀνθέω]]) ἔχων λευκὸν [[ἄνθος]], Νικ. Θηρ. 530· [[καθόλου]], [[κατάλευκος]], σώματα Πινδ. Ν. 9. 55· ἄρτι λευκανθὲς [[κάρα]], δηλ. [[ὅπερ]] [[ἀρτίως]] ἤρχισε νὰ ἔχῃ λευκὰς τρίχας, Σοφ. Ο. Τ. 742, πρβλ. Ἀνθ. Π. 12. 165. | |lstext='''λευκανθής''': -ές, ([[ἀνθέω]]) ἔχων λευκὸν [[ἄνθος]], Νικ. Θηρ. 530· [[καθόλου]], [[κατάλευκος]], σώματα Πινδ. Ν. 9. 55· ἄρτι λευκανθὲς [[κάρα]], δηλ. [[ὅπερ]] [[ἀρτίως]] ἤρχισε νὰ ἔχῃ λευκὰς τρίχας, Σοφ. Ο. Τ. 742, πρβλ. Ἀνθ. Π. 12. 165. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ής, ές :<br /><b>1</b> à fleur blanche;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> blanchi, blanc.<br />'''Étymologie:''' [[λευκός]], [[ἄνθος]]. | |||
}} | }} |