Anonymous

δυσαπάλλακτος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_16)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''δυσαπάλλακτος''': -ον, ἀφ᾿ οὗ δύσκολον εἶνε νὰ ἀπαλλαγῇ τις, ὀδύναι Σοφ. Τρ. 959· [[πρόσταγμα]] Ἰσοκρ. 213D· [[ἀρρώστημα]] Ἀριστ. Ζ. Μ. 3. 9, 4, πρβλ. Κατηγ. 8, 18· ‒ [[μετὰ]] γεν., δ. τῶν ἐμβρύων, ἔχουσα δυσκολίαν κατὰ τὸν τοκετόν, ὁ αὐτ. Ἱ. Ζ. 7. 10, 6· ‒ δ. ἀπὸ λόγου…, Πλάτ. Θεαιτ. 195C. ‒ Ἐπίρρ. -τως, Εὐστ. 1389. 46.
|lstext='''δυσαπάλλακτος''': -ον, ἀφ᾿ οὗ δύσκολον εἶνε νὰ ἀπαλλαγῇ τις, ὀδύναι Σοφ. Τρ. 959· [[πρόσταγμα]] Ἰσοκρ. 213D· [[ἀρρώστημα]] Ἀριστ. Ζ. Μ. 3. 9, 4, πρβλ. Κατηγ. 8, 18· ‒ [[μετὰ]] γεν., δ. τῶν ἐμβρύων, ἔχουσα δυσκολίαν κατὰ τὸν τοκετόν, ὁ αὐτ. Ἱ. Ζ. 7. 10, 6· ‒ δ. ἀπὸ λόγου…, Πλάτ. Θεαιτ. 195C. ‒ Ἐπίρρ. -τως, Εὐστ. 1389. 46.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />dont on ne peut se délivrer.<br />'''Étymologie:''' δυσ-, [[ἀπαλλάσσω]].
}}
}}