Anonymous

διαψεύδω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_15)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''διαψεύδω''': ὁλοσχερῶς ἀπατῶ, Δημ. 1482. 26· [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, Ἀνδοκ. 6. 38· καὶ ἐν τῷ παθ. ἀορ., Πολύβ. 3. 109, 12· [[ἀλλά]], ΙΙ. συχνότερον διαψεύδομαι, παθ.· πρκμ. διέψευσμαι· ἀόρ. διεψεύσθην· -εἶμαι ἠπατημένος, Ἰσοκρ. 82A, Δημ. 15. 13· τινος, ἀπατῶμαι ὡς [[πρός]] τι [[πρόσωπον]] ἢ [[πρᾶγμα]], Ξεν. Ἀπομν. 4. 2, 27, Δημ. 626. 24· [[περί]] τινος Ἐπ. Πλάτ. 351D· [[περί]] τι Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 6. 12, 10· τι, εἴς τι, ἔν τινι, ὁ αὐτ. Πολ. 7. 1, 4· τινι ὁ αὐτ. Ἠθ. Ν. 6. 3, 1.
|lstext='''διαψεύδω''': ὁλοσχερῶς ἀπατῶ, Δημ. 1482. 26· [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, Ἀνδοκ. 6. 38· καὶ ἐν τῷ παθ. ἀορ., Πολύβ. 3. 109, 12· [[ἀλλά]], ΙΙ. συχνότερον διαψεύδομαι, παθ.· πρκμ. διέψευσμαι· ἀόρ. διεψεύσθην· -εἶμαι ἠπατημένος, Ἰσοκρ. 82A, Δημ. 15. 13· τινος, ἀπατῶμαι ὡς [[πρός]] τι [[πρόσωπον]] ἢ [[πρᾶγμα]], Ξεν. Ἀπομν. 4. 2, 27, Δημ. 626. 24· [[περί]] τινος Ἐπ. Πλάτ. 351D· [[περί]] τι Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 6. 12, 10· τι, εἴς τι, ἔν τινι, ὁ αὐτ. Πολ. 7. 1, 4· τινι ὁ αὐτ. Ἠθ. Ν. 6. 3, 1.
}}
{{bailly
|btext=tromper ; <i>Pass.</i> se tromper : τινος s’abuser sur qch ; δ. [[περί]] τινος se tromper en qch ; [[τῶν]] λογισμῶν PLUT se tromper dans ses calculs;<br /><i><b>Moy.</b> (ao. Pass.</i> διεψεύσθην, <i>au sens Moy.</i>) tromper par un mensonge : τινα qqn ; <i>abs.</i> mentir.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[ψεύδω]].
}}
}}