3,277,121
edits
(6_23) |
(Bailly1_5) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τρῐχόβρως''': -ωτος, ἢ τρῐχοβρώς, ῶτος, ὁ, ἡ, ὁ βιβρώσκων τὰς τρίχας, τριχοφάγος· [[ἐντεῦθεν]] τριχόβρωτες, = [[σῆτες]] ἢ θρῖπες, «μόλιτσα», «βώτριδα», «σκόρος», ἀλλ’ οἱ τριχόβρωτες τοὺς λόφους μου κατέφαγον Ἀριστοφ. Ἀχ. 1111, [[ἔνθα]] ἴδε τὸν Σχολ., πρβλ. [[Πολυδ]]. Β΄, 24. - Ὁ Γ. Χατζιδάκις τονίζει τριχοβρὼς ὡς ὀρθότερον (Ἀθηνᾶς τόμ. ΙΓ΄, σ. 520). | |lstext='''τρῐχόβρως''': -ωτος, ἢ τρῐχοβρώς, ῶτος, ὁ, ἡ, ὁ βιβρώσκων τὰς τρίχας, τριχοφάγος· [[ἐντεῦθεν]] τριχόβρωτες, = [[σῆτες]] ἢ θρῖπες, «μόλιτσα», «βώτριδα», «σκόρος», ἀλλ’ οἱ τριχόβρωτες τοὺς λόφους μου κατέφαγον Ἀριστοφ. Ἀχ. 1111, [[ἔνθα]] ἴδε τὸν Σχολ., πρβλ. [[Πολυδ]]. Β΄, 24. - Ὁ Γ. Χατζιδάκις τονίζει τριχοβρὼς ὡς ὀρθότερον (Ἀθηνᾶς τόμ. ΙΓ΄, σ. 520). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ωτος (ὁ, ἡ)<br />qui mange les poils ; [[οἱ]] τριχόβρωτες sorte de teignes, <i>insecte</i>.<br />'''Étymologie:''' [[θρίξ]], [[βιβρώσκω]]. | |||
}} | }} |