Anonymous

τριχόβρως: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_5
(6_23)
(Bailly1_5)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''τρῐχόβρως''': -ωτος, ἢ τρῐχοβρώς, ῶτος, ὁ, ἡ, ὁ βιβρώσκων τὰς τρίχας, τριχοφάγος· [[ἐντεῦθεν]] τριχόβρωτες, = [[σῆτες]] ἢ θρῖπες, «μόλιτσα», «βώτριδα», «σκόρος», ἀλλ’ οἱ τριχόβρωτες τοὺς λόφους μου κατέφαγον Ἀριστοφ. Ἀχ. 1111, [[ἔνθα]] ἴδε τὸν Σχολ., πρβλ. [[Πολυδ]]. Β΄, 24. - Ὁ Γ. Χατζιδάκις τονίζει τριχοβρὼς ὡς ὀρθότερον (Ἀθηνᾶς τόμ. ΙΓ΄, σ. 520).
|lstext='''τρῐχόβρως''': -ωτος, ἢ τρῐχοβρώς, ῶτος, ὁ, ἡ, ὁ βιβρώσκων τὰς τρίχας, τριχοφάγος· [[ἐντεῦθεν]] τριχόβρωτες, = [[σῆτες]] ἢ θρῖπες, «μόλιτσα», «βώτριδα», «σκόρος», ἀλλ’ οἱ τριχόβρωτες τοὺς λόφους μου κατέφαγον Ἀριστοφ. Ἀχ. 1111, [[ἔνθα]] ἴδε τὸν Σχολ., πρβλ. [[Πολυδ]]. Β΄, 24. - Ὁ Γ. Χατζιδάκις τονίζει τριχοβρὼς ὡς ὀρθότερον (Ἀθηνᾶς τόμ. ΙΓ΄, σ. 520).
}}
{{bailly
|btext=ωτος (ὁ, ἡ)<br />qui mange les poils ; [[οἱ]] τριχόβρωτες sorte de teignes, <i>insecte</i>.<br />'''Étymologie:''' [[θρίξ]], [[βιβρώσκω]].
}}
}}