Anonymous

διαβατέος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_4)
(Bailly1_1)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''διαβᾰτέος''': -α, -ον, ῥηματ. ἐπίθ. ὃν ὀφείλει τις νὰ διαβῇ ἢ περάση, ποταμὸς Ξεν. Ἀν. 2. 4, 6˙ [[νάπος]] [[αὐτόθι]] 6. 5, 12.
|lstext='''διαβᾰτέος''': -α, -ον, ῥηματ. ἐπίθ. ὃν ὀφείλει τις νὰ διαβῇ ἢ περάση, ποταμὸς Ξεν. Ἀν. 2. 4, 6˙ [[νάπος]] [[αὐτόθι]] 6. 5, 12.
}}
{{bailly
|btext=α, ον :<br />qu’on peut traverser.<br />'''Étymologie:''' adj. verb. de [[διαβαίνω]].
}}
}}