Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἀτέρμων: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_16)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀτέρμων''': -ον, γεν. ονος, [[ἄνευ]] τέρματος ἢ τέλους, αἰὼν Ἀριστ. π. Κόσμ. 7· 2· [[ὕπνος]] Μόσχ. 3. 105· ἐνόπτρων ἀτέρμονες αὐγαί, αἱ ἀναρίθμητοι ἀκτῖνες τοῦ κατόπτρου, Εὐρ. Ἑκ. 926· ἀτ. [[πέπλος]], [[ἄνευ]] ἄκρας, [[ἀδιέξοδος]], Αἰσχύλ. Εὐμ. 634 (πρβλ. [[ἄπειρος]], [[ἀπέραντος]]).
|lstext='''ἀτέρμων''': -ον, γεν. ονος, [[ἄνευ]] τέρματος ἢ τέλους, αἰὼν Ἀριστ. π. Κόσμ. 7· 2· [[ὕπνος]] Μόσχ. 3. 105· ἐνόπτρων ἀτέρμονες αὐγαί, αἱ ἀναρίθμητοι ἀκτῖνες τοῦ κατόπτρου, Εὐρ. Ἑκ. 926· ἀτ. [[πέπλος]], [[ἄνευ]] ἄκρας, [[ἀδιέξοδος]], Αἰσχύλ. Εὐμ. 634 (πρβλ. [[ἄπειρος]], [[ἀπέραντος]]).
}}
{{bailly
|btext=ων, ον ; <i>gén.</i> ονος;<br /><b>1</b> sans terme, sans fin : ἀτέρμονες αὐγαὶ χρυσέων ἐνόπτρων EUR l’éclat des miroirs d’or aux rayonnements infinis, <i>p.ê.</i> l’éclat des miroirs d’or qui ne cessent de regarder celui qui les regarde;<br /><b>2</b> sans issue, inextricable.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[τέρμα]].
}}
}}