Anonymous

τιτύσκομαι: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_5
(6_6)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''τῐτύσκομαι''': Ἐπικ. [[ῥῆμα]] ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἐνεστ. καὶ παρατ., συνδυάζον τὰς σημασίας τῶν συγγενῶν ῥημάτων [[τεύχω]], [[τυγχάνω]]· (ἴδε ἐν λ. [[τίκτω]])· - [[ὅθεν]], 1) ὡς τὸ [[τεύχω]], [[κάμνω]], [[παρασκευάζω]], [[ἑτοιμάζω]], τιτύσκετο πῦρ, ἀνῆπτεν, Ἰλ. Φ. 342· ὑπ’ [[ὄχεσφι]] τιτύσκετο ἵππω, ὑπεζεύγνυε τοὺς ἵππους εἰς τὰ ἅρματα, Θ. 41., Ν. 23· - παρὰ τοῖς Ἀλεξανδρίνοις ποιηταῖς εὑρίσκομεν ἐνεργ. τύπον τιτύσκω, Ἀντιμ. Ἀποσπ. 26, Ἄρατ. 418, Λυκόφρ. 1403, Μάξιμ. π. καταρχ. 279, Ὀππ. Ἁλ. 2. 99. ΙΙ. συνηθέστερον ὡς τὸ [[τυγχάνω]], [[ἐπιτυγχάνω]], σημαδεύω καὶ κτυπῶ, κλπ., τινὸς (ἐπὶ προσώπου), τινὶ (διά τινος πράγματος), [[Μηριόνης]] δ’ αὐτοῖο τιτύσκετο δουρὶ Ἰλ. Ν. 159· ἐγχείῃ δ’ αὐτοῖο τιτύσκετο Φ. 582, πρβλ. Γ. 80., Λ. 350, κλπ.· - ἀπολ., βάλλε τιτυσκόμενος Ὀδ. Χ. 118· τιτύσκεσθαι καθ’ ὅμιλον Ἰλ. Ν. 498, 560· [[ἄντα]] τιτυσκόμενος, καταστοχαζόμενος, σκοπεύων ἀκριβῶς κατέναντι, βάλλων πρὸς [[σημεῖον]] ἀκριβῶς [[ἀπέναντι]], Ὀδ. Φ. 421., Χ. 266· [[οὕτως]] ἐπὶ τοῦ προσπαθοῦντος νὰ βάλῃ τὴν κλεῖδα εἰς τὸ [[κλεῖθρον]], [[ἄντα]] τιτυσκομένη Φ. 48· - [[ὡσαύτως]], χερσὶ τιτυσκόμενος, ἐπὶ πύκτου, Θεόκρ. 22. 88· - [[μετὰ]] συστοίχ. αἰτ., [[φώριον]] [[βλέμμα]] τιτύκεσθαί τινος, ῥίπτειν λαθραῖον [[βλέμμα]] [[πρός]] τινα, Ἀνθ. Π. 5. 221. 2) μεταφορ., φρεσὶ [[τιτύσκομαι]], «[[σκοπεύω]]» τι κατὰ νοῦν, διανοοῦμαι, [[σχεδιάζω]], μετ’ ἀπαρ., Ἰλ. Ν. 558· [[οὕτως]] ἐπὶ τῶν πλοίων τῶν Φαιάκων, [[ὄφρα]] σε τῇ πέμπωσι τιτυσκόμεναι φρεσὶ [[νῆες]] Ὀδ. Θ. 556.
|lstext='''τῐτύσκομαι''': Ἐπικ. [[ῥῆμα]] ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἐνεστ. καὶ παρατ., συνδυάζον τὰς σημασίας τῶν συγγενῶν ῥημάτων [[τεύχω]], [[τυγχάνω]]· (ἴδε ἐν λ. [[τίκτω]])· - [[ὅθεν]], 1) ὡς τὸ [[τεύχω]], [[κάμνω]], [[παρασκευάζω]], [[ἑτοιμάζω]], τιτύσκετο πῦρ, ἀνῆπτεν, Ἰλ. Φ. 342· ὑπ’ [[ὄχεσφι]] τιτύσκετο ἵππω, ὑπεζεύγνυε τοὺς ἵππους εἰς τὰ ἅρματα, Θ. 41., Ν. 23· - παρὰ τοῖς Ἀλεξανδρίνοις ποιηταῖς εὑρίσκομεν ἐνεργ. τύπον τιτύσκω, Ἀντιμ. Ἀποσπ. 26, Ἄρατ. 418, Λυκόφρ. 1403, Μάξιμ. π. καταρχ. 279, Ὀππ. Ἁλ. 2. 99. ΙΙ. συνηθέστερον ὡς τὸ [[τυγχάνω]], [[ἐπιτυγχάνω]], σημαδεύω καὶ κτυπῶ, κλπ., τινὸς (ἐπὶ προσώπου), τινὶ (διά τινος πράγματος), [[Μηριόνης]] δ’ αὐτοῖο τιτύσκετο δουρὶ Ἰλ. Ν. 159· ἐγχείῃ δ’ αὐτοῖο τιτύσκετο Φ. 582, πρβλ. Γ. 80., Λ. 350, κλπ.· - ἀπολ., βάλλε τιτυσκόμενος Ὀδ. Χ. 118· τιτύσκεσθαι καθ’ ὅμιλον Ἰλ. Ν. 498, 560· [[ἄντα]] τιτυσκόμενος, καταστοχαζόμενος, σκοπεύων ἀκριβῶς κατέναντι, βάλλων πρὸς [[σημεῖον]] ἀκριβῶς [[ἀπέναντι]], Ὀδ. Φ. 421., Χ. 266· [[οὕτως]] ἐπὶ τοῦ προσπαθοῦντος νὰ βάλῃ τὴν κλεῖδα εἰς τὸ [[κλεῖθρον]], [[ἄντα]] τιτυσκομένη Φ. 48· - [[ὡσαύτως]], χερσὶ τιτυσκόμενος, ἐπὶ πύκτου, Θεόκρ. 22. 88· - [[μετὰ]] συστοίχ. αἰτ., [[φώριον]] [[βλέμμα]] τιτύκεσθαί τινος, ῥίπτειν λαθραῖον [[βλέμμα]] [[πρός]] τινα, Ἀνθ. Π. 5. 221. 2) μεταφορ., φρεσὶ [[τιτύσκομαι]], «[[σκοπεύω]]» τι κατὰ νοῦν, διανοοῦμαι, [[σχεδιάζω]], μετ’ ἀπαρ., Ἰλ. Ν. 558· [[οὕτως]] ἐπὶ τῶν πλοίων τῶν Φαιάκων, [[ὄφρα]] σε τῇ πέμπωσι τιτυσκόμεναι φρεσὶ [[νῆες]] Ὀδ. Θ. 556.
}}
{{bailly
|btext=<i>seul. prés. et impf.</i><br /><b>1</b> <i>c.</i> [[τεύχω]] : préparer : [[πῦρ]] IL du feu ; ὑπ’ [[ὄχεσφι]] ἵππω IL atteler deux chevaux à un char;<br /><b>2</b> <i>c.</i> [[τυγχάνω]] : viser, chercher à atteindre : τινος [[δουρί]] IL chercher à frapper qqn de sa lance ; <i>fig.</i> φρεσί IL viser par la pensée, se proposer de, inf. ; <i>p. anal.</i> se diriger de soi-même au but <i>en parl. d’un navire</i>.<br />'''Étymologie:''' R. Τυχ, toucher le but, avec redoubl. ; cf. [[τεύχω]], [[τυγχάνω]].
}}
}}