Anonymous

τοσάκις: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_5
(6_3)
(Bailly1_5)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''τοσάκῐς''': [ᾰ], Ἐπίρρ., ([[τόσος]]) ὡς καὶ νῦν, τόσας [[φοράς]], ἐν χρήσει ἐν τῷ Ἐπικῷ τύπῳ [[τοσσάκι]], Ἰλ. 268, Φ. 197, Σιμωνίδ., κλπ.· κατ’ ἔκθλιψιν, [[ὁσσάκι]] γὰρ κύψει’ ὁ [[γέρων]], πιέειν μενεαίνων, τοσσάχ’ [[ὕδωρ]] ἀπολέσκετ’ ἀναβροχὲν Ὀδ. Λ. 585. Πρβλ. ὁσάκι.
|lstext='''τοσάκῐς''': [ᾰ], Ἐπίρρ., ([[τόσος]]) ὡς καὶ νῦν, τόσας [[φοράς]], ἐν χρήσει ἐν τῷ Ἐπικῷ τύπῳ [[τοσσάκι]], Ἰλ. 268, Φ. 197, Σιμωνίδ., κλπ.· κατ’ ἔκθλιψιν, [[ὁσσάκι]] γὰρ κύψει’ ὁ [[γέρων]], πιέειν μενεαίνων, τοσσάχ’ [[ὕδωρ]] ἀπολέσκετ’ ἀναβροχὲν Ὀδ. Λ. 585. Πρβλ. ὁσάκι.
}}
{{bailly
|btext=<i>adv.</i><br />autant de fois.<br />'''Étymologie:''' [[τόσος]], -ακις.
}}
}}