Anonymous

ἑνωτικός: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_10)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἑνωτικός''': -ή, -όν, ([[ἑνόω]]), ὁ συντελῶν πρὸς ἕνωσιν, Πλούτ. 2. 428Α, 878Α. ‒ Ἐπίρρ. ἑνωτικῶς Ἐτυμ. Μ. σ. 54, 9.
|lstext='''ἑνωτικός''': -ή, -όν, ([[ἑνόω]]), ὁ συντελῶν πρὸς ἕνωσιν, Πλούτ. 2. 428Α, 878Α. ‒ Ἐπίρρ. ἑνωτικῶς Ἐτυμ. Μ. σ. 54, 9.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />propre à unir.<br />'''Étymologie:''' ἑνόω.
}}
}}