Anonymous

πληθύω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_5)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πληθύω''': ἀόρ. ὑποτ. πληθύσῃ Πλάτ. Τίμ. 83Ε· ― ἀμετάβ. [[τύπος]] τοῦ [[πληθύνω]], εἶμαι ἢ [[γίνομαι]] [[πλήρης]] τινὸς πράγματος, τινός, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1172. ἡ [[πόλις]] πλ. ἀνδρῶν Ἀριστ. Πολ. 2. 9, 17· ἡ τοῦ γάλακτος πληθύουσα τροφὴ [[αὐτόθι]] 7, 17, 1· ― ἀπολ., ἀγορῆς πληθυούσης, ἴδε ἐν λ. ἀγορὰ IV· ὁ [[δῆμος]] ὁ Ἀθηναίων πληθύων Ἐπιγραφ. ἐν Ραγκαβ. Ἀνθ. 278, πρβλ. 272· ― ἐπὶ ποταμῶν, ἐξογκοῦμαι, ὑψοῦμαι, φουσκώνω, Ἡρόδ. 2. 19, 20, κτλ.· ― [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, ἐπεὰν πληθύεσθαι ἄρχηται ὁ [[Νεῖλος]], ([[ἔνθα]] δόκιμόν τι Ἀντίγραφον ἔχει πλήθεσθαι, ὁ Δινδ. γράφει πληθύνεσθαι), [[αὐτόθι]] 93. 2) αὐξάνομαι κατ’ ἀριθμόν, πολλαπλασιάζομαι, [[ἄναξ]] Ἄπολλον, αἵδε πληθύουσι δὴ Αἰσχύλ. Χο. 1057, Πλάτ. Νόμ. 678Β. 3) [[ὑπάρχω]] ἐν ἀφθονίᾳ, Σοφ. Ἀποσπ. 643· ἀκολασίας δὲ καὶ νόσων πληθουσῶν ἐν τῇ πόλει Πλάτ. Πολ. 405Α· τινι, ἔν τινι, Σοφ. Τρ. 54· ― [[ὡσαύτως]], αὐξάνομαι κατὰ τὸ [[μέγεθος]], ἐξακολουθῶ αὐξανόμενος, ἐπὶ τοῦ σώματος, Ἀριστ. Πολ. 7. 16, 8. 4) ἐκτείνομαι, ἐπικρατῶ, Λατ. invalescere, ὡς ἐπλήθυον λόγοι Αἰσχύλ. Ἀγ. 860· ὁ πληθύων [[λόγος]], ὁ κυκλοφορῶν [[λόγος]], Σοφ. Ο. Κ. 377· ὁ πληθύων [[χρόνος]], ὁ αὐξόμενος [[χρόνος]], [[αὐτόθι]] 930 ΙΙ. ἡ [[διάκρισις]] μεταξὺ τοῦ [[πληθύνω]] καὶ -ύω, ὡς μεταβ. καὶ ἀμεταβ., γίνεται καταφανὴς ἐκ τῶν παραδειγμάτων, καὶ ἐκ τῆς συνήθους χρήσεως τῶν ῥημάτων εἰς -ύνω. Ἀλλὰ παρὰ μεταγεν. συγγραφεῦσιν ἡ διαφορὰ αὕτη φαίνεται ὅτι παρημελήθη· τὸ [[πληθύνω]] ἀπαντᾷ ὡς ἀμετάβ. ἐν Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 14, 4, π. Ζ. Γεν. 2. 4, 12, (ἀλλ’ ἐν ἀμφοτέροις τοῖς χωρίοις [[μετὰ]] διαφ. γραφ.), Ἡρῳδιαν. 3. 8, Πράξ. Ἀποστ. ς΄, 1· καὶ πληθύομαι ὡς μέσ. παρ’ Ἡροδ. (ἴδε ἀνωτ.), καὶ ἐν τοῖς Ἀντιγράφ. τῶν τοῦ Αἰσχύλ. Ἱκ. 604· ― ἀφ’ ἑτέρου εὑρίσκομεν [[συμπληθύω]] ὡς μεταβ. παρ’ Ἡροδ. 4. 48, 50, Λογγίν. 23· πρβλ. διάφ. γραφ. ἐν Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 1. 19, 5, Πλούτ. 2. 1005F.
|lstext='''πληθύω''': ἀόρ. ὑποτ. πληθύσῃ Πλάτ. Τίμ. 83Ε· ― ἀμετάβ. [[τύπος]] τοῦ [[πληθύνω]], εἶμαι ἢ [[γίνομαι]] [[πλήρης]] τινὸς πράγματος, τινός, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1172. ἡ [[πόλις]] πλ. ἀνδρῶν Ἀριστ. Πολ. 2. 9, 17· ἡ τοῦ γάλακτος πληθύουσα τροφὴ [[αὐτόθι]] 7, 17, 1· ― ἀπολ., ἀγορῆς πληθυούσης, ἴδε ἐν λ. ἀγορὰ IV· ὁ [[δῆμος]] ὁ Ἀθηναίων πληθύων Ἐπιγραφ. ἐν Ραγκαβ. Ἀνθ. 278, πρβλ. 272· ― ἐπὶ ποταμῶν, ἐξογκοῦμαι, ὑψοῦμαι, φουσκώνω, Ἡρόδ. 2. 19, 20, κτλ.· ― [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, ἐπεὰν πληθύεσθαι ἄρχηται ὁ [[Νεῖλος]], ([[ἔνθα]] δόκιμόν τι Ἀντίγραφον ἔχει πλήθεσθαι, ὁ Δινδ. γράφει πληθύνεσθαι), [[αὐτόθι]] 93. 2) αὐξάνομαι κατ’ ἀριθμόν, πολλαπλασιάζομαι, [[ἄναξ]] Ἄπολλον, αἵδε πληθύουσι δὴ Αἰσχύλ. Χο. 1057, Πλάτ. Νόμ. 678Β. 3) [[ὑπάρχω]] ἐν ἀφθονίᾳ, Σοφ. Ἀποσπ. 643· ἀκολασίας δὲ καὶ νόσων πληθουσῶν ἐν τῇ πόλει Πλάτ. Πολ. 405Α· τινι, ἔν τινι, Σοφ. Τρ. 54· ― [[ὡσαύτως]], αὐξάνομαι κατὰ τὸ [[μέγεθος]], ἐξακολουθῶ αὐξανόμενος, ἐπὶ τοῦ σώματος, Ἀριστ. Πολ. 7. 16, 8. 4) ἐκτείνομαι, ἐπικρατῶ, Λατ. invalescere, ὡς ἐπλήθυον λόγοι Αἰσχύλ. Ἀγ. 860· ὁ πληθύων [[λόγος]], ὁ κυκλοφορῶν [[λόγος]], Σοφ. Ο. Κ. 377· ὁ πληθύων [[χρόνος]], ὁ αὐξόμενος [[χρόνος]], [[αὐτόθι]] 930 ΙΙ. ἡ [[διάκρισις]] μεταξὺ τοῦ [[πληθύνω]] καὶ -ύω, ὡς μεταβ. καὶ ἀμεταβ., γίνεται καταφανὴς ἐκ τῶν παραδειγμάτων, καὶ ἐκ τῆς συνήθους χρήσεως τῶν ῥημάτων εἰς -ύνω. Ἀλλὰ παρὰ μεταγεν. συγγραφεῦσιν ἡ διαφορὰ αὕτη φαίνεται ὅτι παρημελήθη· τὸ [[πληθύνω]] ἀπαντᾷ ὡς ἀμετάβ. ἐν Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 14, 4, π. Ζ. Γεν. 2. 4, 12, (ἀλλ’ ἐν ἀμφοτέροις τοῖς χωρίοις [[μετὰ]] διαφ. γραφ.), Ἡρῳδιαν. 3. 8, Πράξ. Ἀποστ. ς΄, 1· καὶ πληθύομαι ὡς μέσ. παρ’ Ἡροδ. (ἴδε ἀνωτ.), καὶ ἐν τοῖς Ἀντιγράφ. τῶν τοῦ Αἰσχύλ. Ἱκ. 604· ― ἀφ’ ἑτέρου εὑρίσκομεν [[συμπληθύω]] ὡς μεταβ. παρ’ Ἡροδ. 4. 48, 50, Λογγίν. 23· πρβλ. διάφ. γραφ. ἐν Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 1. 19, 5, Πλούτ. 2. 1005F.
}}
{{bailly
|btext=<i>seul. prés., impf. et ao.</i><br /><b>1</b> être plein, être rempli ; abonder en, τινι;<br /><b>2</b> s’accroître en nombre, se multiplier ; <i>p. ext.</i> s’accroître en volume, grossir ; <i>fig.</i> s’accroître, prendre de la force : ὁ πληθύων [[λόγος]] SOPH le bruit le plus répandu ; ὁ πληθύων [[χρόνος]] SOPH le temps qui croît, <i>càd</i> le grand nombre des années, la vieillesse;<br /><i><b>Moy.</b></i> πληθύομαι se remplir, se grossir <i>en parl. d’un fleuve</i>.<br />'''Étymologie:''' [[πληθύς]].
}}
}}