Anonymous

ἀετοφόρος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_14)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀετοφόρος''': ὁ φέρων τὸν ἀετόν, τὴν σημαίαν, Λατ. aquilifer, Πλουτ. Καῖσ. 52˙ πρβλ. [[ἀητοφόρος]].
|lstext='''ἀετοφόρος''': ὁ φέρων τὸν ἀετόν, τὴν σημαίαν, Λατ. aquilifer, Πλουτ. Καῖσ. 52˙ πρβλ. [[ἀητοφόρος]].
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />porte-aigle, porte-enseigne.<br />'''Étymologie:''' [[ἀετός]], [[φέρω]].
}}
}}