3,277,444
edits
(6_6) |
(Bailly1_3) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κουρίξ''': Ἐπίρρ. (κουρὰ) ἐκ τῆς [[κόμης]], «κουρὶξ τῶν [[ἅπαξ]] εἰρημένων..., σημαίνει δὲ τὸ τῆς [[κόμης]] λαβέσθαι, [[ἔνιοι]] δέ, κουρικῶς, οἶον νεανικῶς» (Ἀπολλ. Λεξ.)˙ ἔρυσαν δέ μιν [[εἴσω]] κουρὶξ Ὀδ. Χ. 188˙ κ. ἕλκεσθαι Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 18. | |lstext='''κουρίξ''': Ἐπίρρ. (κουρὰ) ἐκ τῆς [[κόμης]], «κουρὶξ τῶν [[ἅπαξ]] εἰρημένων..., σημαίνει δὲ τὸ τῆς [[κόμης]] λαβέσθαι, [[ἔνιοι]] δέ, κουρικῶς, οἶον νεανικῶς» (Ἀπολλ. Λεξ.)˙ ἔρυσαν δέ μιν [[εἴσω]] κουρὶξ Ὀδ. Χ. 188˙ κ. ἕλκεσθαι Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 18. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>adv.</i><br />par les cheveux.<br />'''Étymologie:''' [[κουρά]]. | |||
}} | }} |