Anonymous

ἔκφοβος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_18)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἔκφοβος''': -ον, πεφοβημένος, [[πλήρης]] φόβου, Ἀριστ. Φυσιογν. 6. 41, Πλουτ. Φάβ. 6, Εὐαγγ. κ. Μάρκ. θ΄, 6, Ἐπιστ. π. Ἑβρ. ιβ΄, 21 κτλ.
|lstext='''ἔκφοβος''': -ον, πεφοβημένος, [[πλήρης]] φόβου, Ἀριστ. Φυσιογν. 6. 41, Πλουτ. Φάβ. 6, Εὐαγγ. κ. Μάρκ. θ΄, 6, Ἐπιστ. π. Ἑβρ. ιβ΄, 21 κτλ.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />épouvanté.<br />'''Étymologie:''' [[ἐκ]], [[φόβος]].
}}
}}