Anonymous

νυκτερευτικός: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_11)
(Bailly1_3)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''νυκτερευτικός''': -ή, -όν, ὁ [[κατάλληλος]] πρὸς τὴν διὰ νυκτὸς θήραν, [[κύων]] Ξεν. Ἀπομν. 3. 11, 8.
|lstext='''νυκτερευτικός''': -ή, -όν, ὁ [[κατάλληλος]] πρὸς τὴν διὰ νυκτὸς θήραν, [[κύων]] Ξεν. Ἀπομν. 3. 11, 8.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />propre à chasser la nuit.<br />'''Étymologie:''' [[νυκτερεύω]].
}}
}}