Anonymous

δίψακος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_15)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''δίψᾰκος''': ὁ, πιθανῶς [[εἶδος]] διαβήτου (τῆς νόσου) συνοδευομένου ὑπὸ ἰσχυρᾶς δίψης, Γαλην. 7, 511. ΙΙ. φυτὸν θαμνῶδες καὶ ἀκανθῶδες ἐν χρήσει παρὰ τοῖς κναφεῦσιν, dispacus fullonum, Διοσκ. 3. 13.
|lstext='''δίψᾰκος''': ὁ, πιθανῶς [[εἶδος]] διαβήτου (τῆς νόσου) συνοδευομένου ὑπὸ ἰσχυρᾶς δίψης, Γαλην. 7, 511. ΙΙ. φυτὸν θαμνῶδες καὶ ἀκανθῶδες ἐν χρήσει παρὰ τοῖς κναφεῦσιν, dispacus fullonum, Διοσκ. 3. 13.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br /><b>1</b> sorte de diabète, maladie qui cause une soif ardente;<br /><b>2</b> chardon à foulon, <i>plante</i>.<br />'''Étymologie:''' [[δίψα]].
}}
}}