3,274,216
edits
(6_1) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κακουχέω''': (ἔχω) [[ὑποβάλλω]] εἰς κακουχίας, ταλαιπωρῶ, κακουχεῖν ἑαυτὸν Τέλης παρὰ Στοβ. 522. 18. ― Παθ., ὑπὸ τοῦ δηγμοῦ (τῶν κωνώπων) κακουχουμένους, κακουμένους, Διόδ. 3. 23· κακουχουμένους τελευτῆσαι τὸν βίον, ταλαιπωρημένους, Πλούτ. 2. 114Ε. | |lstext='''κακουχέω''': (ἔχω) [[ὑποβάλλω]] εἰς κακουχίας, ταλαιπωρῶ, κακουχεῖν ἑαυτὸν Τέλης παρὰ Στοβ. 522. 18. ― Παθ., ὑπὸ τοῦ δηγμοῦ (τῶν κωνώπων) κακουχουμένους, κακουμένους, Διόδ. 3. 23· κακουχουμένους τελευτῆσαι τὸν βίον, ταλαιπωρημένους, Πλούτ. 2. 114Ε. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br />maltraiter, tourmenter.<br />'''Étymologie:''' [[κακός]], [[ἔχω]]. | |||
}} | }} |