Anonymous

κακουχέω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_1)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κακουχέω''': (ἔχω) [[ὑποβάλλω]] εἰς κακουχίας, ταλαιπωρῶ, κακουχεῖν ἑαυτὸν Τέλης παρὰ Στοβ. 522. 18. ― Παθ., ὑπὸ τοῦ δηγμοῦ (τῶν κωνώπων) κακουχουμένους, κακουμένους, Διόδ. 3. 23· κακουχουμένους τελευτῆσαι τὸν βίον, ταλαιπωρημένους, Πλούτ. 2. 114Ε.
|lstext='''κακουχέω''': (ἔχω) [[ὑποβάλλω]] εἰς κακουχίας, ταλαιπωρῶ, κακουχεῖν ἑαυτὸν Τέλης παρὰ Στοβ. 522. 18. ― Παθ., ὑπὸ τοῦ δηγμοῦ (τῶν κωνώπων) κακουχουμένους, κακουμένους, Διόδ. 3. 23· κακουχουμένους τελευτῆσαι τὸν βίον, ταλαιπωρημένους, Πλούτ. 2. 114Ε.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />maltraiter, tourmenter.<br />'''Étymologie:''' [[κακός]], [[ἔχω]].
}}
}}